Τα οστά του σώματος είναι ζωντανά τμήματα του οργανισμού μας. Τα κόκαλά μας αυξάνονται κατά την παιδική ηλικία και την εφηβεία και είναι πιο ισχυρά μεταξύ του 25ου και του 30ου έτους της ζωής.
Σε όλη τη διάρκεια της ζωής μας, ένα τμήμα των οστών απορροφάται από τον οργανισμό και νέο οστό εναποτίθεται συνεχώς, ανάλογα με τις ανάγκες του οργανισμού (εγκυμοσύνη) με προσπάθεια να υπάρχει μια ισορροπία ...
Στην οστεοπόρωση, ο οργανισμός αδυνατεί να εναποθέσει την ίδια ποσότητα του οστού που απορροφάται. Στις γυναίκες η διαδικασία αυτή επιταχύνεται τα δέκα πρώτα χρόνια μετά την εμμηνόπαυση. Αυτό οφείλεται στο ότι οι ωοθήκες σταματούν να παράγουν τις γυναικείες ορμόνες του φύλου, τα οιστρογόνα.
Στα αρχικά της στάδια δεν προκαλεί ιδιαίτερα συμπτώματα. Μεταγενέστερα, παρατηρούνται διάχυτοι οστικοί πόνοι, προοδευτική απώλεια ύψους και σε μεγαλύτερη συχνότητα κατάγματα σε διάφορα σημεία του σώματος.
Σε μετρήσεις της οστικής πυκνότητας στην οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης βρέθηκε ότι το 30% περίπου των Ελληνίδων 50 ετών και πάνω παρουσιάζουν οστεοπόρωση. Οι γυναίκες δε, που έχουν οστεοπόρωση, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, δεν το γνώριζε! Το γεγονός αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί αποδεικνύει την ανάγκη τόσο για τη συστηματική ενημέρωση των γυναικών όσο και για την ευρεία εφαρμογή μέτρων πρόληψης της οστεοπόρωσης.
Παράγοντες κινδύνου όμως είναι περιληπτικά οι εξής : Κληρονομικοί, Φύλο (γυναίκες), Ηλικία άνω των 50 ετών, Εμμηνόπαυση / υστερεκτομή, Λήψη γλυκοκορτικοειδών (δηλ. κορτιζόνης), Διάφορες παθήσεις: Υπερπαραθυρεοειδισμός, ρευματοειδής αρθρίτιδα, ινσουλινοεξαρτώμενος διαβήτης. Έλλειψη σωματικής άσκησης, Διατροφή φτωχή σε ασβέστιο ή βιταμίνη D, Κάπνισμα, Μεγάλη κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών, Κατάχρηση καφέ και τσαγιού.
Η διάγνωση της οστεοπόρωσης, είναι πλέον εύκολη και στηρίζεται στη μέτρηση της οστικής πυκνότητας. Για τη μέτρηση της οστεοπόρωσης χρησιμοποιείται το DEXA , και υπέρηχος. Ταυτόχρονα για την πλήρη και ολοκληρωμένη εικόνα της οστικής απώλειας, εξετάσεις αίματος και ούρων είναι πάντα απαραίτητο να εκτελούνται.
Η θεραπεία της οστεοπόρωσης δεν μπορεί να πετύχει πλήρη αναπλήρωση της οστικής μάζας, που έχει ήδη χαθεί. Αυτή εστιάζεται στην επιβράδυνση της διαδικασίας απώλειας της μάζας των οστών, την πρόληψη των καταγμάτων και την αντιμετώπιση του πόνου, στη σωστή σωματική άσκηση που ενδυναμώνει το μυοσκελετικό σύστημα και ελαττώνει την πιθανότητα οστικών καταγμάτων και στη λελογισμένη και συνετή έκθεση στο ήλιο, ιδίως κατά τις απογευματινές ώρες, ώστε να διεγερθεί η σύνθεση βιταμίνης D, η οποία ευρίσκεται στο δέρμα μας με τη μορφή προβιταμίνης. Ταυτόχρονα πρέπει να προστίθενται στο διαιτολόγιο τροφές πλούσιες σε ασβέστιο και βιταμίνες, ουσίες απαραίτητες για τη σωστή λειτουργία των οστών.
Τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τη θεραπευτική αντιμετώπιση της οστεοπόρωσης αναστέλλουν την οστική απορρόφηση ή αυξάνουν την οστική παραγωγή και είναι κυρίως τα παρακάτω: Διφωσφονικά, Καλσιτονίνη, Οιστρογόνα Ασβέστιο, Βιταμίνη D, Αναβολικά.
Το θεραπευτικό βέβαια πρόγραμμα, που θα εφαρμοστεί σε κάθε ασθενή με οστεοπόρωση, καθορίζεται από τον ιατρό με βάση τα κλινικά δεδομένα και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του.