Εμφανίστηκαν πριν από 600 χιλιάδες χρόνια
Νέα μελέτη τοποθετεί τις πολικές αρκούδες στην Αρκτική εκατοντάδες χιλιάδες έτη νωρίτερα από ό,τι πιστεύαμε.
Μια νέα μελέτη ανατρέπει άρδην όσα πιστεύαμε ως σήμερα για τις πολικές αρκούδες και ειδικότερα για το...... πότε έκαναν την εμφάνιση τους στον πλανήτη. Μέχρι σήμερα οι ειδικοί εκτιμούσαν ότι οι πολικές αρκούδες εμφανίστηκαν πριν από περίπου 150 χιλιάδες έτη. Η νέα μελέτη δείχνει ότι είναι πολύ αρχαιότερες αφού η πρώτη τους εμφάνιση χρονολογείται πριν από 600 χιλιάδες έτη. Η ανακάλυψη προσφέρει νέα δεδομένα όχι μόνο για το παρελθόν αλλά και για το μέλλον των πολικών αρκούδων.
Η χρονολογική «κόντρα»
Σύμφωνα με την κρατούσα θεωρία οι πολικές αρκούδες διαχωρίστηκαν κάποια στιγμή από τους κοντινότερους συγγενείς τους, τις καφέ αρκούδες. Προηγούμενη μελέτη που είχε διεξαχθεί στο μιτοχονδριακό DNA τόσο καφέ όσο και πολικών αρκούδων, είχε δείξει ότι ο διαχωρισμός αυτός συνέβη σχετικά πρόσφατα και συγκεκριμένα πριν από περίπου 150 χιλιάδες έτη. Σημειώνεται ότι το μιτοχονδριακό DNA αποτελεί ένα μόνο μικρό τμήμα του γονιδιώματος που κληρονομείται μόνο από τη μητέρα.
Ερευνητές του Κέντρου Βιοποικιλότητας και Κλιματικών Ερευνών της Γερμανίας αποφάσισαν να αναζητήσουν και εκείνοι τα «χρονολογικά ίχνη» των πολικών αρκούδων. Αυτή τη φορά οι ερευνητές βούτηξαν σε βαθύτερα γονιδιακά «νερά» μελετώντας μεγαλύτερα τμήματα γονιδιακού υλικού που ελήφθησαν από τους κυτταρικούς πυρήνες πολικών και καφέ αρκούδων.
Κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο διαχωρισμός των δύο ειδών έλαβε χώρα πριν από περίπου 600 χιλιάδες χρόνια! Αν το νέο εύρημα είναι τελικά σωστό, αλλάζει πολλά στα δεδομένα για την εξέλιξη των όμορφων ζώων που κινδυνεύουν με εξαφάνιση.
Αν ισχύει η μελέτη που δείχνει ως χρόνο εμφάνισης των πολικών αρκούδων τα 150 χιλιάδες έτη, αυτό σημαίνει ότι είχαν ταχεία εξέλιξη. Αν όμως ισχύει η νέα μελέτη, αυτό μαρτυρεί ότι χρειάστηκαν πολύ χρόνο για να προσαρμοστούν στον παγωμένο κόσμο τους. Συνεπώς, είναι πιθανό να μην καταφέρουν να προσαρμοστούν εύκολα σε μια ολοένα και θερμότερη Αρκτική. Η νέα έρευνα δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Science».