Η καθησυχαστική σκέψη που έκανε η Ευρώπη για το χρηματοπιστωτικό κραχ του 2008 ήταν πως επρόκειτο για μια κρίση που εισήχθη από τις ΗΠΑ, τη χώρα των ασύδοτων πανίσχυρων τραπεζιτών και των ανάξιων δανειοληπτών.
Ο μύθος του άχρηστου και επικίνδυνου «Άλλου» στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού εξυπηρετούσε τον ...... προφανή στόχο της ευρωπαϊκής ελίτ να χτίσει μια ενιαία, υπερεθνική ταυτότητα.
Αλίμονο για την Ευρώπη, αυτός ο μύθος δεν έμελλε να κουκουλώσει για πολύ την πολιτική και οικονομική πραγματικότητα. Και η σημερινή πραγματικότητα είναι ότι η χρηματοπιστωτική κρίση, ανεξάρτητα από την προέλευσή της, προκαλεί μια ίσως πολύ βαθιά κρίση νομιμότητας στο πολιτικό σύστημα της Ευρώπης.
Πρόκειται για μια κατάσταση πολύ πιο βαθιά από την αναταραχή για τα δημοσιονομικά ελλείμματα και τα κρατικά ομόλογα, με τα οποία καταπιάνονται οι κυβερνήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τα τέλη του 2009, όταν η Ελλάδα ομολόγησε τις δημοσιονομικές της αμαρτίες. Και πολύ πιο βαθιά από το ζήτημα του αν θα επιζήσουν η νομισματική ένωση και η ίδια η Ε.Ε.
Αφορά τη δυνατότητα των κυρίαρχων πολιτικών κομμάτων της Ευρώπης να πείσουν τους ψηφοφόρους ότι θα παρέχουν δουλειές, αξιοπρεπείς μισθούς, δημοσιονομική σταθερότητα και αρκετή οικονομική ανάπτυξη ώστε να προασπιστούν τη ραχοκοκαλιά του παλλαϊκού κράτους πρόνοιας. Γιατί αυτό είναι που πράττουν τα κόμματα από τη δεκαετία του 1950 και γι’ αυτό ανταμείβονταν.
Η επιτυχία στη διεύρυνση της ευμάρειας για τους πολίτες και η παράλληλη ανάπτυξη του κράτους πρόνοιας είναι που προσέφερε τη νομιμότητα στα χριστιανοδημοκρατικά, φιλελεύθερα και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης, καθως ανοικοδομούσαν τη δημοκρατία σε τόπους που είχαν ρημάξει από τον Παγκόσμιο Πόλεμο και την εγχώρια πολιτική βία.
Τώρα το τοπίο αλλάζει. Σε ορισμένες χώρες που επιβάλλουν αυστηρή λιτότητα και σε ορισμένες που δεν επιβάλλουν καθόλου, οι ψηφοφόροι αρχίζουν να χάνουν την πίστη τους στο κομματικό πολιτικό σύστημα και στους αντιπροσώπους του.
Παράδειγμα οι εμφανίσεις της Marine Le Pen, του αντιμεταναστευτικού Εθνικού Μετώπου, και του Αριστερού Jean-Luc Mélenchon, στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών. Σχεδόν ένας στους τρεις ψηφοφόρους στήριξε αυτό το ζευγάρι ακραίων, παρά τις ήπιες προτάσεις τους για την καταπολέμηση της κρίσης.
Είναι αλήθεια ότι οι σύγχρονες προεδρικές εκλογές στη Γαλλία σχεδόν πάντα επιφυλάσσουν αποτελέσματα όπως αυτό. Το εκλογικό σύστημα των δύο γύρων επιτρέπει στους ψηφοφόρους -και στην ουσία τους ενθαρρύνει- να βάλουν το πάθος πάνω από τη λογική. Η Γαλλία δεν θα ήταν Γαλλία αν το 30% των ψηφοφόρων δεν ευνοούσε επιστροφή στο 1789 με την πρώτη ευκαιρία. Η ομαλότητα υποθέτουμε ότι θα επιστρέψει στις 6 Μαΐου.
Η ολλανδική περίπτωση είναι πιο αντιπροσωπευτική. Η κατάρρευση του κυβερνητικού συνασπισμού προήλθε από δύο παράγοντες: Ένας ήταν το αδιέξοδο ανάμεσα στα κυρίαρχα κόμματα της κεντροδεξιάς κυβέρνησης και της κεντροαριστερής αντιπολίτευσης για το πώς θα επιτευχθούν οι στόχοι ελλείμματος που επιτάσσει η Ε.Ε. Ο άλλος παράγοντας ήταν η ισχύς του κόμματος της Ελευθερίας του Geert Wilders, που τάσσεται κατά του ευρώ και κατά του καθεστώτος.
Αν η Ολλανδία θέλει να διατηρήσει την αξιοπιστία της ως πρότυπου σιδηράς δημοσιονομικής πειθαρχίας στην ευρωζώνη, τα κυρίαρχα κόμματα θα πρέπει να κάνουν περικοπές στον προϋπολογισμό, σε βαθμό που οι πολίτες δεν είναι έτοιμοι να δεχτούν. Θα σημάνει την ανασύνταξη ενός γενναιόδωρου κράτους πρόνοιας, που πολλοί τρομοκρατημένοι «ιθαγενείς» Ολλανδοί πολίτες ήδη θεωρούν ότι αποικιοκρατείται από τους μετανάστες.
Είναι πιθανόν να ακολουθήσουν πρόωρες γενικές εκλογές, αλλά το αν αυτές θα έχουν αποτέλεσμα μια δυνατή κυβέρνηση είναι άλλο θέμα. Το ατελέσφορο αποτέλεσμα των τελευταίων εκλογών του Ιουνίου του 2010 αποδείχθηκε απολύτως προς όφελος του κ. Wilders. Η ολλανδική πολιτική στην ευρωκρίση αρχίζει να αποκτά τη φήμη της εγχώριας αστάθειας που αποκρύβεται από τη ρητορική της δημοσιονομικής εντιμότητας.
Κατά τα λοιπά, η απομάκρυνση των ανεπαρκών, αλλά δημοκρατικά εκλεγμένων, κυβερνήσεων τον Νοέμβριο στην Ελλάδα και στην Ιταλία έχει βαθιές επιδράσεις στη συμπεριφορά των πολιτών. Σύμφωνα με πρόσφατη ιταλική δημοσκόπηση, η εμπιστοσύνη στα κόμματα που έχουν κυβερνήσει το κράτος από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, πλέον κυμαίνεται στο πενιχρό 4% – 10%. Παραμένει όμως μυστήριο το πώς θα αντικατασταθούν.
Πρέπει να παραδεχτούμε, βέβαια, ότι ακόμη κι ένα πολιτικό σύστημα σε πλήρη διάλυση είναι καλύτερο από εκείνο όπου, όπως συμβαίνει στη σημερινή Ιταλία, ένας δισεκατομμυριούχος πρώην πρωθυπουργός δικάζεται και πρέπει να εξηγήσει γιατί οι καλεσμένοι στα πάρτι του ήταν ντυμένοι νοσοκόμες και αστυνομικοί.
Πάντως, το ευρύτερο ζήτημα παραμένει: όσο περισσότερο η κρίση χρεών διαβρώνει το σύγχρονο κοινωνικό συμβόλαιο της μεταπολεμικής Ευρώπης, τόσο λιγότερο οι ψηφοφόροι θα εμπιστεύονται ένα πολιτικό σύστημα που δεν κρατάει την υπόσχεσή του.
: FT.com