Twitter@EmOikonomidis
Το πρωινό της 26ης Σεπτεμβρίου του 1989, ήταν διαφορετικό. Απρόσμενο. Βίαιο. Η είδηση της δολοφονίας του Παύλου Μπακογιάννη από την τρομοκρατική οργάνωση “17 Νοέμβρη”, στην είσοδο του πολιτικού γραφείου του στην οδό Ομήρου, διέκοψε άγαρμπα την καθημερινότητα που είχε, έτσι κι αλλιώς, σχεδόν μόνιμα χαρακτηριστικά ακραίας πόλωσης.
Το ΠΑΣΟΚ που κυριάρχησε στην ....πολιτική ζωή του τόπου μετά το 1981, είχε ηττηθεί στις εκλογές του Ιουνίου, την εξουσία διαχειριζόταν μια συγκυβέρνηση ιστορικής υπέρβασης, ανάμεσα στη Νέα Δημοκρατία και τον Συνασπισμό της Αριστεράς (και της Προόδου, όπως ονομαζόταν τότε), και το εθνικό διακύβευμα της κάθαρσης για το σκάνδαλο Κοσκωτά, το οποίο άπλωνε βαριά σκιά πάνω από τον Ανδρέα Παπανδρέου και τα ηγετικά στελέχη του Κινήματος βρισκόταν στον προθάλαμο του Ειδικού Δικαστηρίου.
Από το παραπάνω αφήγημα, η πιο “σκανδαλιστική” παράμετρος ήταν φυσικά ο ιστορικός συμβιβασμός των πολιτικών επιγόνων των δυο αντιμαχόμενων πλευρών του Εμφυλίου Πολέμου. Η Δεξιά και η Αριστερά κάθισαν στο ίδιο τραπέζι, βρήκαν κώδικα επικοινωνίας, συνεργάστηκαν, έβαλαν φωτιά στα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων και τους φακέλους που για δεκαετίες στιγμάτιζαν την εθνική πραγματικότητα, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για να σπάσει η Ελλάδα του τότε πολλά από τα ταμπού του χθες. Ώστε να δώσει ραντεβού με ένα καλύτερο μέλλον.
Σε εκείνον τον ιστορικό, πολιτικό συμβιβασμό, κεντρικό ρόλο είχε διαδραματίσει ο Παύλος Μπακογιάννης. Που δεν ήταν φυσικά απλώς και μόνο, ένας βουλευτής (Ευρυτανίας) της Νέας Δημοκρατίας, γαμπρός του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, και αναγνωρίσιμος στο εξωτερικό δημοσιογράφος, με ευκρινή αντιδικτατορική δράση.
Ο πολιτικός που έβαλε στον χάρτη την Ευρυτανία, ήταν το μέσο-μήνυμα της Εθνικής Συμφιλίωσης. Εκείνος που χάρη στην προσωπικότητά του, προσέφερε και στις δυο “πλευρές του λόφου” τα εχέγγυα αξιοπιστίας, σοβαρότητας και αξιοπρέπειας, που ήταν απαραίτητα για να ξεπεραστεί η αμοιβαία καχυποψία, να σιγήσουν τα πάθη, να κοιτάξουν πέρα και μακριά από όσα τους χώριζαν. Να ανακαλύψουν όσα τους έφερναν κοντά, χωρίς καμία από τις δυο πλευρές να χάνει την πολιτική ταυτότητα και την ιδεολογική αυτονομία της.
Η Χάρτα “εθνικής επανεκκίνησης” που είχε σχεδιάσει ο Παύλος Μπακογιάννης, αφορούσε μια Ελλάδα που θα στηριζόταν στην πρόσθεση και τον πολλαπλασιασμό, ως εύλογες μαθηματικές πράξεις της προόδου. Θα παραμέριζε την αφαίρεση και τη διαίρεση. Θα ένωνε. Όχι όμως στη βάση μιας απολιτίκ συναίνεσης, όπως στρεβλωτικά επιδιώχτηκε πολλές φορές στα χρόνια που ακολούθησαν. Αλλά στο πλαίσιο μιας “επιθετικής” και με ιδεολογικές και πολιτικές “γωνίες” σύνθεσης των διαφορετικών απόψεων, ιδεών και αντιλήψεων, από το σύνολο του (συνταγματικού) πολιτικού κόσμου.
Η “ιδέα για την Ελλάδα” την οποία εμπνεύστηκε ο Παύλος Μπακογιάννης, είχε στα χρόνια που ακολούθησαν την πρακτική εφαρμογή της στις Ηνωμένες Πολιτείες, όταν με απαρχή τη Θεωρία της Τριγωνοποίησης, το Δημοκρατικό Κόμμα κατάφερε να επιβάλλει την πολιτική ηγεμονία του για μια οκταετία: Με δεξαμενή σεργιανίσματος τον πολτικά ενεργό και κοινωνικά δραστήριο μεσαίο χώρο, και ηγετικό εκφραστή τον μέχρι τότε Κυβερνήτη του Άρκανσα, Μπιλ Κλίντον.
Το “μαύρο” πρωινό της 26ης Σεπτεμβρίου του 1989, οι σφαίρες του Δημήτρη Κουφοντίνα και των άλλων εκτελεστών της “17 Νοέμβρη” άλλαξαν το πολιτικό μέλλον της Ελλάδας. Το μυαλό και ο λόγος του Παύλου Μπακογιάννη λείπουν μέχρι και σήμερα.
Ήταν μια βαθιά πολιτική δολοφονία. Στοχευμένη. Και όσο κι αν οι μνήμες δεν θα σβήσουν, τα λόγια δεν θα χαθούν, οι σφαίρες πέτυχαν τον στόχο τους. Η Ελλάδα που άλλαζε, σκόνταψε, έπεσε και “τραυματίστηκε”. Για πολλά χρόνια σερνόταν σε στρατηγικές και προσεγγίσεις χωρίς έμπνευση, χωρίς σχέδιο και όραμα για το μέλλον.
Δυστυχώς, αποδείχτηκε στην πράξη, ότι, σε αντίθεση με την ιστορική ρήση του Παύλου Μπακογιάννη, στη Δημοκρατία υπάρχουν αδιέξοδα. Όταν δεν έχουμε προλάβει να θωρακίσουμε την ίδια τη Δημοκρατία επαρκώς. Και όταν απουσιάζουν τα εμπνευσμένα μυαλά και οι δυνατές καρδιές που θα πάρουν το εθνικό μέλλον από το χέρι, και θα το περπατήσουν στις διαδρομές του αύριο. Με το κεφάλι ψηλά. Και με εθνική αυτοπεποίθηση.