Η Διαταραχή Πανικού χαρακτηρίζεται από επανεμφανιζόμενα και μη αναμενόμενα κύματα εκδήλωσης έντονου άγχους, τα οποία συνοδεύονται μεταξύ των κρίσεων από το «άγχος για επικείμενο συμβάν», το οποίο ποικίλλει σε ένταση.
Οι «κρίσεις πανικού» αποτελούν... μεμονωμένες περιόδους έντονου φόβου ή ενόχλησης, συνοδευόμενες απ αρκετά σωματικά ή ψυχολογικά συμπτώματα άγχους.
Μέχρι το 1960, ο πανικός θεωρείτο απλώς ως η πιο σοβαρή εκδήλωση γενικευμένου άγχους. Οι κρίσεις πανικού συμπεριλήφθηκαν σε μία ευρεία ομάδα συμπτωμάτων και διαταραχών άγχους μέχρι την ανακάλυψη ενός φαρμάκου που εμφάνιζε συγκεκριμένο αποτέλεσμα έναντι του πανικού.
Οι κρίσεις πανικού συνδέονται και με άλλες παθήσεις, συμπεριλαμβανομένων της Διαταραχής Μετατραυματικού Άγχους, της Διαταραχής Κοινωνικού Άγχους και άλλες συγκεκριμένες φοβίες.
Τι προκαλεί τη Διαταραχή Πανικού;
Η Διαταραχή Πανικού συνήθως ξεκινά μεταξύ της όψιμης εφηβικής ηλικίας και της ηλικίας των 35 ετών. Είναι εμφανώς διαφορετική από άλλους τύπους άγχους, διότι οι κρίσεις πανικού είναι αιφνίδιες, φαίνεται να μην έχουν προκληθεί απ κάποιο προφανές περιστατικό και συχνά επιβαρύνουν τις δραστηριότητες του ατόμου. Το άτομο εμφανίζει έντονο φόβο, πιθανόν φόβο ότι θα πεθάνει ή μία αίσθηση ότι κάτι τρομερό πρόκειται να συμβεί κ αισθάνεται αδύναμο να το αποτρέψει.
Σωματικές νόσοι, ψυχοκοινωνικό άγχος και ορισμένες φαρμακευτικές αγωγές μπορεί να αποτελούν αιτία εμφάνισης της πρώτης κρίσης πανικού. Μπορεί επίσης η εκδήλωσή της να επιταχυνθεί από τν κατάχρηση ουσιών που αυξάνουν τη δραστηριότητα τμημάτων του νευρικού συστήματος, τα οποία εμπλέκονται στην ανταπόκριση σε καταστάσεις φόβου και άγχους.
Η διάγνωση είναι οριακά πιο συχνή στις γυναίκες απ ότι στους άνδρες. Γενετικοί παράγοντες φαίνεται να επηρεάζουν την πιθανότητα διάγνωσης με εμφάνιση μεγαλύτερου επιπολασμού μεταξύ ατόμων, τα οποία έχουν συγγένεια πρώτου βαθμού με ασθενείς που πάσχουν από ΔΠ, κυρίως εάν η έναρξη της διαταραχής εντοπίζεται πριν από την ηλικία των 20 ετών.
Διάγνωση της Διαταραχής Πανικού
Για τη διάγνωση της Διαταραχής Πανικού ο ασθενής πρέπει να έχει υποστεί επανεμφανιζόμενες, μη αναμενόμενες ή αυθόρμητες κρίσεις και να εμφανίζει τουλάχιστον τέσσερα από τα ακόλουθα συμπτώματα:
αίσθημα παλμών
εφίδρωση
τρόμο
δύσπνοια
συναισθήματα που του προκαλούν την αίσθηση πνιγμού
πόνο ή ενόχληση στο στήθος
ναυτία
ζάλη
φόβο απώλειας ελέγχου ή εκδήλωσης τρελής συμπεριφοράς
φόβο ότι θα πεθάνει
μούδιασμα ή αιμωδία
κρυάδες ή εξάψεις
Ορισμένα άτομα εμφανίζουν δύο από αυτά τα συμπτώματα και σε αυτές τις περιπτώσεις τα επεισόδια ονομάζονται κρίσεις με περιορισμένα συμπτώματα.
Ο πανικός μπορεί να εμφανίζεται κατά τη διάρκεια του ύπνου, οπότε οι πάσχοντες ξυπνούν έντονα καταπονημένοι. Αυτές οι νυκτερινές κρίσεις μπορεί να συγχέονται με εφιάλτες και νυκτερινούς φόβους, αλλά καταγραφές απ ασθενείς στη διάρκεια του ύπνου δείχνουν ότι οι εν λόγω κρίσεις είναι αρκετά διακριτές.
Οι ασθενείς με ΔΠ μπορεί αρχικά να επισκεφτούν το γιατρό τους για να αναφέρουν συμπτώματα σχετιζόμενα με καρδιακά προβλήματα, όπως ταχυπαλμία, δύσπνοια και πόνο στο στήθος. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η βασισμένη στον πανικό φύση των συμπτωμάτων καθιστά εύκολη τη διάγνωση, αλλά σε άτομα με προϋπάρχουσα καρδιακή νόσο μπορεί να είναι δύσκολο να οριστεί εάν τα συμπτώματα του ασθενούς αντανακλούν κρίσεις πανικού ή υφιστάμενη καρδιακή νόσο.
Οι κρίσεις πανικού μπορεί επίσης να εμφανιστούν σε κάποιες άλλες αγχώδεις διαταραχές, κυρίως στη Διαταραχή Κοινωνικού Άγχους και στη Διαταραχή Μετατραυματικού Άγχους .