Του Θανάση Νικολαΐδη
ΜΠΗΚΕ στη ζωή μας η ηλεκτρονική, χάθηκαν θέσεις εργασίας. Όπως κάποτε η μηχανή. Και δεν έχει αισθήματα η μηχανή, ούτε η ζωή πισωγυρίσματα. Το κομπιούτερ καθυστέρησε (σκοπίμως) στη δημόσια διοίκηση και τους λόγους αναζήτησέ τους στους οργανωμένους για λοβιτούρα και κλεψιά. Πιο εύκολα κάνεις τη «δουλειά» σου με ασυντόνιστους τομείς και με «λειτουργούς» απομονωμένους σε γραφεία με εξοπλισμό το κλιματιστικό και τη…γραφομηχανή.
ΓΕΥΤΗΚΕ ο ιδιώτης την ...πίκρα της απόλυσης, ως πλεονάζων και…περιττός στη βιοτεχνία, στο εργοστάσιο, στο μαγαζί. Και πού να πει τον πόνο του, που κανένας νόμος δεν τον καλύπτει ως προς την…(μη) μονιμότητα; Και γέμισε η κοινωνία μας (της κρίσης) ανέργους και απολυμένους. Ποιος και πώς να σιάξει την ψυχολογία τους;
ΤΟ δημόσιο θέσπισε τους νόμους του, εξασφάλισε και τη μονιμότητα για εργαζόμενους, εργασθέντες και «εργαζόμενους». Για ποιους άλλους; Για κλέφτες που τους είπαμε επίορκους και πέφτουν στα μαλακά. Αν τους πιάσουν, αν κι όποτε τους δικάσουν. Με τον συνδικαλιστή να…καθαρίζει-ψηφοθήρας κι αυτός για την ελάσσονα εξουσία και την μείζονα τάση να αθωώνει «αμαρτωλούς».
ΑΡΓΑ και καθυστερημένα, πάντως έδωσε τις εξετάσεις του το κομπιούτερ και πέρασε στο…πανεπιστήμιο. Πήρε την καρέκλα του ως…διοικητικός ανάμεσα σε διοικητικούς. Περίσσεψαν θέσεις, αχρηστεύθηκαν ρόλοι και πρόβαλε το φάσμα της κινητικότητας. (Στον ιδιωτικό τομέα θα το λέγαμε μόνιμη διαθεσιμότητα, κοινώς, «πήγαινε σπίτι σου, μετά είτε άνευ αποζημιώσεως»).
ΕΔΩ το πράμα αλλάζει. Ο δημόσιος «λειτουργός» νιώθει αφέντης «υπηκόων» που (τον) προσκυνάνε και ιδιοκτήτης εξ αδιαιρέτου ενός Κράτους με τα όλα του. Κινητά και ακίνητα, ακόμα και διαδοχή σε γιο ή κόρη, «κληρονομικώ δικαιώματι» και με ολίγο…μέσον.
ΕΝΙΩΣΑΝ αδικημένοι και απαραίτητοι οι «Διοικητικοί», κατέβασαν το νόμο κι άρπαξαν τον βασικότερο των συνταγματικών τους δικαιωμάτων. Απεργία! (Σήμερα, που πρέπει να αυξηθούν ωράρια και να σφίξουμε τη ζώνη και τα…δόντια).
ΑΠΕΡΓΙΑ! Μέχρι τελικής πτώσεως; Όχι. Γιατί; Γιατί πληρώνονται κανονικά (από μια γραφειοκρατική τυπικότητα). Και τι να’ καναν; Όφειλαν να αρνηθούν αξιοπρεπώς την (παράνομη) είσπραξη του μισθού τους.