Του Θανάση Νικολαΐδη
ΧΡΟΝΙΑ τσακώνονται και δεν τα βρίσκουν. Ανοίγουν, Κυριακές, τα μαγαζιά; Να, λοιπόν, ακόμα μια…ευκαιρία για δυο στρατόπεδα και «μάχη». Από εκείνες τις γνωστές σύγχρονων ρωμιών, με την κατάρα της φυλής. Για μικρά και μεγάλα. Της εποχής μας, σ’ αυτήν την καπιταλιστική γωνιά του κόσμου, με κυρίαρχο «ιδανικό» τη γεμάτη τσέπη.
ΕΦΤΑΣΕ η ώρα της εφαρμογής και της…αναμέτρησης. Άνοιξαν τα μαγαζιά κυριακάτικα και δοκιμαστικά, προσήλθαν εργαζόμενοι στη δουλειά τους κι ήταν δικαίωμά τους δημοκρατικό και συνταγματικό. Ωστόσο, οι συνδικαλιστές, «άλλα κελεύοντες», μάζεψαν τον κόσμο «τους» και στήθηκαν απέναντι. Για «επανάσταση». Με «γιούχα» και ό,τι πρόσφορο, μέχρι στιγμής.
ΕΙΝΑΙ δικαίωμά σου να απεργείς και το φρόντισε το Σύνταγμα. Μετά από αγώνες και αναμετρήσεις εργοδοτών και εργαζομένων, στο διάβα των δεκαετιών. Πολλοί το χρησιμοποιούν για εργαλείο και καταχρηστικά. Για λόγους που εντάσσονται στην κομματική διαπάλη και, ενίοτε, με αιτήματα φτιαχτά, υπερβολικά και ανεφάρμοστα.
ΚΙ αν ρωτήσεις τον απεργό, σε αποστομώνει δια στόματος συνδικαλιστή (που αγωνιά για το…μέλλον του) : «Είναι συνταγματικό μας δικαίωμα». Καλά και άγια, ισχυρό το επιχείρημα και δεν πείραξε κανένας νόμιμους και νομοταγείς απεργούς. ‘Όταν, βέβαια, δεν δρομολογούνται καμπανταηλίκια και προβοκάτσιες (αμφίπλευρα καμιά φορά), για να πλακώσουν ΜΑΤ με ροπαλιές και δακρυγόνα.
ΝΑ πάμε στους εργαζόμενους. Με απέναντι στημένο των εσμό των συνδικαλιστών που τους παρεμποδίζουν. Κι αν είμαστε με τον απεργό, το ίδιο είμαστε με τον εργαζόμενο που έκανε την επιλογή του. Ρωτάμε τα παλικάρια που στήνονται και φωνάζουν και γκαρίζουν (ενίοτε βαιοπραγούν) για τους μη απεργούς-απεργοσπάστες. «Είναι δικαίωμά τους συνταγματικό να προσέλθουν στη δουλειά τους;». Ρητορικό το ερώτημα, ωστόσο, το αναιρούν οι απεργοί με τα «έργα» τους.
ΜΑΚΑΡΙ το πρόβλημα να ‘ταν «κλειστά ή ανοιχτά» και να μη λύνονταν. Υπάρχουν μείζονα και σοβαρότερα που παραμένουν. Γιατί; Γιατί προϋποθέτουν ενότητα που δεν υπάρχει και ομόνοια που πάει να ξεχαστεί. Κι αν οι πολλοί «φοβούνται» τις μέρες κρίσης, οι λίγοι (άρχοντες δυνατοί και διχαστές) «επενδύουν», ποντάροντας στον διχασμό. Για «καλύτερες μέρες». Δικές τους.