Η περίπτωση του τραγελαφικού περιστατικού με τον κ. Μ. Λιάπη προσφέρει ακόμη μία ευκαιρία προβληματισμού -με τις άπειρες προηγούμενες να περνούν ανεκμετάλλευτες- για τον τρόπο με τον οποίο επιλέγουμε τους εκπροσώπους μας, σε όλες τις βαθμίδες εξουσίας.
Αντιμετωπίζουμε ...δυστυχώς την πολιτική σκηνή ως θεατρική επιθεώρηση, όπου εκστασιαζόμαστε με το λαμπρό θέαμα και στέλνουμε την ουσία σε υποδεέστερη θέση. Και η λαμπρότητα του θεάματος μπορεί να αφορά άλλοτε στα «μεγάλα» ονόματα, άλλοτε στα πλούτη, άλλοτε στην ευειδή όψη του υποψηφίου, άλλοτε στους βαρύγδουπους τίτλους…
Ο τίτλος του σημερινού σημειώματος δεν είναι δικός μου. Είναι φράση που ειπώθηκε από τον Γεώργιο Παπανδρέου για να χαρακτηρίσει την πολιτική μετριότητα του Σοφοκλή Βενιζέλου, γιου του Ελευθερίου. Ενοχλημένος από το γεγονός άρνησης του Σοφοκλή να συνεργασθεί μαζί του, εκστόμισε δημόσια την γνώμη του γι’ αυτόν.
Μόνο που τον αδίκησε. Δεν ήταν και δεν είναι μόνον ο Σοφοκλής «αχθοφόρος μεγάλου ονόματος», αλλά πλείστοι όσοι προηγούμενοι, νυν, μάλλον δε και επόμενοι. Και είναι ευτύχημα για τον Γεώργιο Παπανδρέου, που δεν έζησε για να δει κι άλλον ένα αχθοφόρο, που φέρει το ίδιο ονοματεπώνυμο μ’ αυτόν.
Είναι τυχαίο που χαρακτηρίστηκε σκωπτικά το πολίτευμά μας ως «κληρονομική δημοκρατία»; Όμως, ενώ το διακωμωδούμε, ταυτοχρόνως το ενισχύουμε. Είναι πολλές οι οικογένειες, που επί σειρά ετών έχουν πάντα κάποιο μέλος τους στην Βουλή (για την ιστορία, υπάρχει οικογένεια, που από την στιγμή που έγινε η Ελλάδα κράτος μέχρι σήμερα -183 χρόνια-, ποτέ δεν έλλειψε το όνομά της από την ελληνική Βουλή. Πρόκειται για την οικογένεια Βαρβιτσιώτη. Δεύτερη έρχεται η οικογένεια Πετραλιά, που αυτήν την φορά δεν εκπροσωπείται).
Δεν σημαίνει φυσικά, ότι κανείς από τους επιγόνους δεν ήταν άξιος να μας εκπροσωπήσει. Ούτε πρέπει να γίνει συζήτηση για αποκλεισμό όποιου ακολουθεί την οικογενειακή παράδοση. Πρέπει όμως, να πάψει η επιλογή μας να στηρίζεται αποκλειστικώς στο «βαρύ όνομα» του προκατόχου, επιλέγοντας τον διάδοχό του. Όπως και να το κάνουμε όμως, η Βουλή -ιδιαίτερα- είναι γεμάτη από γιους, κόρες και ανήψια, που κληρονομούν την έδρα, όχι επειδή επέδειξαν την οφειλόμενη δραστηριότητα -απεναντίας, κατά κανόνα είναι ανεπάγγελτοι- και για πολλούς το κριτήριο επιλογής δεν είναι άλλο από το όνομα.
Σ’ ένα ενδιαφέροντα διάλογο που είχε ο Σωκράτης με τους μαθητές του, ερωτάται ποιος είναι ο κατάλληλος να μας εκπροσωπεί. Η απάντησή του είναι απλή: Αυτόν που θα αποδείξει στον μικρόκοσμό του ότι είναι ικανός, να είναι δηλαδή καλός οικογενειάρχης, να ανατρέφει σωστά τα παιδιά του, να είναι εργατικός, να έχει καλές σχέσεις με το περιβάλλον του, να είναι δίκαιος με τους υφισταμένους του και γενικώς να παρουσιάζει την εικόνα του «καλού καγαθού» πολίτη.
Ούτε σε τίτλους αναφέρθηκε, ούτε σε φυσική ομορφιά, ούτε σε πλούτη. Σε κανένα δηλαδή από αυτά που εμείς δίνουμε πρωτεύουσα σημασία. Και το πιο ενδιαφέρον, βρίσκεται στη συνέχεια της απάντησης του Σωκράτη: Αυτόν τον άνθρωπο, που έχει δηλαδή τα προσόντα που περιέγραψε, έχει καθήκον η πολιτεία να του αναθέσει δημόσιο αξίωμα, επειδή απέδειξε ότι είναι ικανός να το υπηρετήσει. Δεν μίλησε για δικαίωμα του πολίτη να απαιτήσει την κατάληψη κάποιας θέσης, αλλά για υποχρέωση της πολιτείας να του την προσφέρει.
Με τέτοιου είδους επιλογή θα απαλλαχτούμε από «αχθοφόρους μεγάλων ονομάτων», αλλά και από τους μαϊντανούς των τηλεπαραθύρων, που τους νομίζουμε σπουδαίους, και τους στέλνουμε να μας εκπροσωπήσουν.
Ο Μακεδών