του Μανόλη Παντινάκη

Με το τραγούδι των καπετάνιων, το ριζίτικο, άνοιξε την πόρτα του αρχοντικού του και με το ίδιο τη… σφάλιξε αποχαιρετώντας μας. 

Πήρε τη δέσμευση ο φιλόξενος παραδοσιακός Κρητικός των...
Σαϊτούρων, ενός αμιγώς κτηνοτροφικού οικισμού, Κώστας Χαλικάκης, πως και πάλι, όταν θα βρεθούμε στο χωριό, θα μας ανοίξει την πόρτα να μας καλοδεχτεί και να στρώσει την τάβλα.

Εδώ, στο χωριουδάκι του δυτικού Ρεθύμνου, είναι κανόνας πρώτα να ανοίγουν οι… καρδιές των λιγοστών, ίσως «καμιά εξηνταριά», και ύστερα οι πόρτες των νοικοκυριών τους. Αυτή είναι και η μεγαλοπρέπεια τους, που χάνεται στα αστικά κέντρα μαζί με τις αξίες του ανθρώπου…

Έψαχνε την ευκαιρία στο τραπέζι και στη συζήτηση να πει το ριζίτικο, που… επαναστατούσε στα σωθικά του, ώσπου δεν μπόρεσε να κρατηθεί και βγήκε με το χρώμα του βουνού:
Τη συντροφιά σας χαίρομαι, την άξια τιμημένη,
την άξια και τη φρόνιμη και τη μπεγεντισμένη,
ζηλεύου ση οι άρχοντες, ζηλεύει ούλος ο κόσμος,
όσο ζηλεύει μια ξανθή.

Έμεινε, τώρα στα 72 του χρόνια, ο γενναίος φαμελίτης στις Σαϊτούρες που ρημάζουν, να έχει μόνιμη παρέα στο σπίτι, τη γυναίκα της ζωής του την λεβεντομάνα κυρία Ζαμπία Δασκαλομαρκάκη, γόνο της μεγάλης οικογένειας της Ασή Γωνιάς και στα βοσκοτόπια ίσαμε είκοσι ζωντανά που φροντίζει κάθε μέρα, όπως έμαθε από δεκαπεντάρης!

Η μεγάλη του, όμως, συντροφιά είναι «τα τραγούδια των αντρειωμένων», που τραγουδούσε από τα μικρά του χρόνια στα χειμαδιά! Τα παιδιά του, όπως και της πλειοψηφίας των ανθρώπων της ενδοχώρας, έφυγαν και… σκόρπισαν στις πόλεις και αποκαταστάθηκαν επαγγελματικά και οικογενειακά και άφησαν στο γεννησιμιό τους τόπο τους βασανισμένους να τον κρατούν ζωντανό…

ΣΤΗΝ ΑΣΗ ΓΩΝΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΤΟΥ…

Ύστερα θα αφιερώσει και μια μαντινάδα στην Ασή Γωνιά, που έγινε γαμπρός, και που οι Σαϊτούρες… συγγενεύουν μεν κοινωνικά, όχι όμως και πληθυσμιακά:

Όσο να ζω και να μπορώ
δε σου χαλώ χατίρι,
ασηγωνιώτικο νερό
από το ποτιστήρι.

Και αφού εξεδήλωσε… μαντινολογικά την αγάπη και το σεβασμό του στο «γυναικοχώρι», έδωσε και το δικό του τετράστιχο στο χωριό του:
Ούλος ο κόσμος να καεί
μαζί με τσ’ αστιβίδες,
οι Σαϊτούρες μην καούν
γιατί ‘ χουν μερακλήδες.

Η ζωή του ήταν πάντα η ίδια και δεν λοξοδρόμησε ποτέ τώρα και εξήντα χρόνια! Μα και τώρα, με τα ριζίτικα θα πάει «στα οζά», με τα ριζίτικα θα τα βοσκήσει, με τους ίδιους ψαλμούς θα «γιαείρει στο σπίτι», ακόμη και με τα ριζίτικα θα κοιμηθεί και «στο κρεβάτι θα τα τραγουδήξω από μέσα μου».

Οι μεγάλες του ώρες έρχονται στους «γάμους και στσι παρέες» που «θα «μονομεριάσει» με άλλους ομοϊδεάτες στην … τάβλα. Νιώθει, τότε, να μεταλαμβάνει «των αχράντων μυστηρίων» και να βιώνει τον… παράδεισο!

Το… κόλλημα με τα τραγούδια των χωριών της ρίζας άρχισε από τα μικρά του χρόνια! Εξομολογείται ότι «δεν μου αρέσανε τα γράμματα και χατιρικά με προβιβάσανε», και ο πατέρας του ο Μανώλης, «τσαγκάρης στο επάγγελμα και άριστος κεντριστής δεν ήθελενε οζά». Όμως, δεν τον ρώτησε, αφού έδειχνε να… γεννήθηκε και το παιδικό κλάμα του να ήταν το ριζίτικο τραγούδι!

ΥΜΝΟΙ ΤΩΝ ΓΕΝΝΑΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΑΠΕΤΑΝΙΩΝ

«Τα άκουα και τα έλεγαν οι παλιοί μας και οι χωριανοί μου οι Γυπαράκηδες, τα άκουα και από τσι οργανοπαίχτες και ανατρίχιαζα», θα πει και θα προσθέσει: «Χωρίς ριζίτικα δεν μπορώ να ζήσω, και μοναχός τα τραγουδώ, μου φαίνεται πως χωρίς αυτά χάνω την αναπνοή μου, πως άδειασενε η ζωή μου. Εδά εμεγάλωσα, εγίνηκα και 72 χρονών και ίντα να σου κάμω! Εχάλασανε και η φωνή μου και δεν είναι σαν αυτή που ήμουνε νέος. Για να τραγουδήξεις ένα ριζίτικο, πρέπει να ‘χεις όρεξη για να το πεις καλά, πρέπει να το παίρνεις μέσα σου, να ‘χεις ζήλο, να σου αρέσει. Τούτα τα τραγούδια από πολλά χρόνια τα άκουα στα Σφακιά και στα χωριά τση ρίζας. Είναι οι ύμνοι των γενναίων και των καπετάνιων».

Η διάθεσή του αλλάζει μονομιάς, όταν τίθεται θέμα για τα ριζίτικα σήμερα: «Οι παλιοί μας βγάνανε μα οι σημερινοί μένουνε στα ίδια και λένε μόνο τα λαϊκά και τα μάγκικα. Ελπίζω, πως το ριζίτικο δεν θα χαθεί όσα χρόνια και να περάσουνε, είναι αθάνατα τραγούδια και τα ακούς και στσι μεγάλους ξεσηκωμούς των ανθρώπων…»

Σε δυο-τρεις ώρες, απογευματάκι, ο Κώστας Χαλικάκης θα φύγει πάλι για το κοπάδι του και την ίδια ώρα θα τρέξουν στα βοσκοτόπια και οι άλλοι βοσκοί των Σαϊτούρων. Τον πληγώνει ο πόνος, που «το χωριό ερήμαξενε και μέσα σε τούτα μας εκαθήλωσενε και η κρίση», και αυτός με τη σύνταξη-βοήθημα των 430 ευρώ «ίσα-ίσα που τη βγάνω».

Φεύγοντας, έδωσε το στίγμα του με τη μαντινάδα:

Καλιά ‘ναι μια καλή φιλιά
εις τη ζωή ετούτη,
παρά να ζεις σαν άρχοντας
με θησαυρούς και πλούτη.

Θα φύγει και θα γυρίσει πάλι από «τα οζά του», όπως κάθε μέρα εξήντα ολόκληρα χρόνια, τραγουδώντας, ας είναι και μόνος του, ριζίτικα και κρητικά τετράστιχα, από τα εκατοντάδες που έχει βάλει στις αποθήκες της θύμησής του και δεν ξεριζώνονται. Έτσι θα νιώσει γεμάτος και σήμερα…



madeincreta.gr

Αναγνώστες