Ταξιτζής και οργισμένο είδωλο…

Μεσημέρι Τετάρτης, ώρα 15:10. Στο πεζοδρόμιο της Ακαδημίας έξω από το υπουργείο Εξωτερικών βαδίζει -με πλάτη στη Βασιλίσσης Σοφίας- ο Γιάννος Παπαντωνίου…
Στη δεύτερη από τις τέσσερις σειρές αυτοκινήτων, που καρτερικά περιμένουν ν’ ανοίξει το φανάρι, είναι κι ένας ταξιτζής. Τριαντάρης. Ίσως και μικρότερος. Ο οποίος ταξιτζής, μόλις παίρνει είδηση τον πάλαι ποτέ «τσάρο» του πράσινου εκσυγχρονισμού, τεντώνεται και προσπαθεί διαμέσου του ανοιχτού παράθυρου του συνοδηγού και των παραθύρων της πρώτης σειράς οχημάτων να τον φωνάξει. Σπατάλη ενέργειας…

Είναι η στιγμή που νομίζω πως «τρώει φλασιά», συνειδητοποιεί ότι λείπει η κλούβα που τις περισσότερες εργάσιμες τη συγκεκριμένη ώρα σταθμεύει εκεί. Προφανώς, οι ΜΑΤατζήδες κάπου αλλού λιάζονται ή έχουν πάει για κάνα έκτακτο… μερεμέτι. Βλέπει, έτσι, ότι πεδίον ταξιτζίδικης δόξης λαμπρόν διανοίγεται. Οπότε αποφασίζει να μετατρέψει τη λαϊκή οργή του λαϊκού παιδιού σε κανονική περφόρμανς.

Τραβάει επιτόπου χειρόφρενο και βγαίνει από το (χωρίς άλλους επιβάτες) ταξί. Στο δευτερόλεπτο γίνεται ο κορυφαίος ενός φαντασιακού χορού σε μια φαντασιακή θυμέλη. Το δράμα κορυφώνεται: ένα στακάτο (πραγματικό και καθόλου φαντασιακό) «μωρή γαμιόλα κλέφτη» φεύγει από το λαϊκό στόμα του λαϊκού παιδιού, περνάει πάνω από τον ουρανό του κίτρινου αμαξιού του και τους άλλους -κίτρινους και μη- ουρανούς και κατευθύνεται προς τ’ αυτιά του Παπαντωνίου. Τα οποία αυτιά, μαζί με όλο το γκρι κεφάλι του Γιάννου, συν το γκρι κοστούμι και τη γραβάτα (μου διαφεύγει το χρώμα), κοντεύουν στο μεταξύ να φτάσουν στη γωνία με την Κανάρη. Εμείς οι άλλοι (του «χορού»), απλώς παρακολουθούμε το δρώμενο. Ο δε Γιάννος, συνεχίζει σα να μην έχει συμβεί τίποτε πίσω του. Ένας Θεός ξέρει αν έχει αντιληφθεί ή αν κάνει την πάπια…

Ναι, αυτή είναι η Αθήνα πια, η Ελλάδα… Γεμάτη από τέτοιες ιστορίες. Από μικρά και μεγάλα «πεσίματα» στις «Ιφιγένειες» του πολιτικού συστήματος…

Τον καιρό που έδεναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα, δεν υπήρχε περίπτωση Τετάρτη μεσημέρι σε ταξί που κινούνταν στα πρανή του Κολωνακίου, ο ταξιτζής να μην έχει μέσα τρεις πελάτισσες με… 15 τσάντες «Καλογήρου», «Τσαντίλης», «Hondos Center». Επίσης, θα έπιανε –απαρεγκλίτως- τη δεξιά λωρίδα, ψάχνοντας την τέταρτη πελάτισσα, για να τη στριμώξει, αυτή και τις σακούλες της, κάπου μεταξύ του λεβιέ ταχυτήτων και του παλτού της κυρίας που θα κατέβαινε πρώτη.

Κοινώς, γειωμένο θα τον είχε τον (κάθε) Γιάννο! Και όταν κάποια στιγμή αργότερα θα πήγαινε στην πιάτσα, θα διηγούνταν στους άλλους «ταρίφες» -με το φραπόγαλο στο χέρι, πάντα- πώς η μία από τις πελάτισσες τού έδωσε διακριτικά το τηλέφωνό της!… Τώρα, τι «μούσι», άραγε, έχει ξεφουρνίσει στους συναδέλφους του εκεί στο βενζινάδικο που αλλάζουν λάδια; Ένας Θεός το ξέρει κι αυτό… Μπορεί να είπε ότι άρπαξε τον Παπαντωνίου από τον γιακά και ο Γιάννος γονυπετής τον εκλιπαρούσε να μην τον πειράξει, διότι έχει γυναίκα και παιδιά και… καταθέσεις. Ή μπορεί να είπε ότι είχαν κατέβει όλοι από τ’ αυτοκίνητά τους και τον μπίζαραν. Ή μήπως έχει αλλάξει τόσο πολύ η Αθήνα που οι ταξιτζήδες δεν έχουν πλέον όρεξη για παραμύθια; Ή μήπως δεν έλεγαν ποτέ παραμύθια κι εγώ υπήρξα ρατσιστής μαζί τους;

Περισσότερο, πάντως, δεν με ιντριγκάρει το πώς -και αν- μετέφερε στον κύκλο του το συναπάντημα με τον Παπαντωνίου ο εν λόγω ταξιτζής, αλλά τι ψήφισε και τι θα ψηφίσει… Μια διαίσθηση, κακή, την έχω… Από την πρώτη στιγμή του δρώμενου…

Αναγνώστες