Μπορεί η κυβέρνηση να επιχαίρει που το ελληνικό δημόσιο διασώθηκε και παρουσιάζει πλέον πρωτογενές πλεόνασμα που, όπως και αν το μετράει κανείς, ξεπερνά το 1 δισ. ευρώ το χρόνο, ο ιδιωτικός τομέας όμως βρίσκεται ακόμη σε … «φάση αφασίας» και παρότι φαίνεται πως «τα χειρότερα» για αυτόν σταματούν κάπου εδώ, δεν δείχνει να έχει βρει ποιο δρόμο πρέπει να τραβήξει, για να βγει ο ίδιος και η πραγματική οικονομία από την βαθιά κρίση.
Οι αριθμοί δεν λένε πάντα όλη την αλήθεια, δείχνουν όμως πολλά (στα οποία δεν πρέπει να κλείνουμε τα μάτια) για το πού βρισκόμασταν, πού βρισκόμαστε τώρα και προς τα πού οδεύομε πλέον. Με τη γλώσσα των αριθμών πάντως:
1. Το ελληνικό Δημόσιο γλίτωσε πριν πέσει «στο γκρεμό»
Μετά από τέσσερα χρόνια μεγάλης δημοσιονομικής κρίσης και θυσιών, το κράτος δεν παράγει πια νέα ελλείμματα. Καλώς ή κακώς, το Κράτος είναι ο μεγαλύτερος εργοδότης στη χώρα μας και παραμένει ο μεγαλύτερος καταναλωτής. Τα στοιχεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού δείχνουν ότι το 2014 μπήκε «με το δεξί» για τα κρατικά ταμεία, αφού τον Ιανουάριο καταγράφηκε περίσσευμα 811 εκατ. ευρώ. Η μεγάλη διαφορά με το παρελθόν όμως είναι ότι μπήκε πλέον υπό έλεγχο ο ευρύτερος δημόσιος τομέας που καταγράφηκε, μετρήθηκε, μειώθηκε και το 2013 άφησε πρωτογενές πλεόνασμα 4,2 δισ. ευρώ. Μαζί με τα έσοδα που θα προσμετρηθούν στο 2013, η χρονιά θα κλείσει με μεγάλο πρωτογενές πλεόνασμα που, όπω όλα δείχνουν, θα ξεπεράσει το 1 δισ. ευρώ όπως το μετράει η Τρόικα) ή και τα 4 δισ. (όπως τα μετράει η Eurostat).
Παρά την γενική καχεξία στην αγορά, τον Ιανουάριο οι φορολογούμενοι πλήρωσαν όσα σχεδόν υπολόγιζε το υπουργείο Οικονομικών σε φόρους (4,69 δισ. έναντι στόχου 4,77 δισ. ευρώ).
Τα μηνύματα αυτά στάθηκαν η αφορμή να μειωθεί δραστικά το επιτόκιο των ελληνικών ομολόγων στην δευτερογενή αγορά, δείχνοντας πως τα ανακαλύπτουν σιγά-σιγά και πάλι οι ξένοι επενδυτές. Και μπορεί το δημόσιο χρέος να στέκει ακόμα στα 321 δισ. ευρώ αλλά υπάρχουν πλέον προοπτικές ότι μπορεί να μειωθεί δραστικά τους αμέσωςεπόμενους μήνες ή χρόνια, ενώ αν η χώρα είχε βρεθεί εκτός του ευρώ (και με υποτίμηση της δραχμής πχ 50%) θα έφτανε και θα ξεπερνούσε τα 400 δισ. ευρώ.
2. Ο ιδιωτικός τομέας παρουσιάζει σημάδια ανάκαμψης
Τα νούμερα δείχνουν πως «άρχισε το γύρισμα» ή «δεν πάει παρακάτω» πια το πράγμα. Μετά από σχεδόν επτά χρόνια ύφεσης, τα στοιχεία που θα ανακοινώσει αύριο η ΕΛΣΤΑΤ αναμένεται να δείξουν αν και κατά πόσον στο δ΄τρίμηνο του 2013 συντελέσθηκε μια σημαντική ανάσχεση στην πτωτική πορεία της οικονομίας. Είχαν προηγηθεί από την άνοιξη και μετά τονωτικές «ενέσεις» από τον ελληνικό Τουρισμό που το 2013 προσέλκυσε 18 εκατομμύρια τουρίστες και πάνω από 12 δισ. ευρώ τουριστικό συνάλλαγμα.
Παρά την κρίση και την ανεργία στο 27%, δεν πρέπει να περνούν απαρατήρητα και κάποια στοιχεία για την κατανάλωση. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ:
- Ο όγκος πωλήσεων στο λιανικό εμπόριο τον Νοέμβριο του 2013 δεν μειώθηκε άλλο (ενώ αν υπολογιστούν και τα καύσιμα αυξήθηκε 2,9% έναντι του 2012). Ο όγκος πωλήσεων αυξήθηκε (παρά τις μειώσεις τιμών και τις προσφορές ή και εξαιτάς τους) στα έπιπλα, τα ηλεκτρικά είδη και τον οικιακό εξοπλισμό κατά 19,2%, στα βιβλία και χαρτικά κατά 4,5%, ενώ μειωθηκε στα μεγάλα καταστήματα τροφίμων ατά 3,3% (κυρίως λόγω μείωσης τιμών) και στα φαρμακευτικά και καλλυντικά κατά 14,4% (λόγω μείωσης των τιμών των φαρμάκων αλλά και της πτώσης της κατανάλωσης για είδη προσωπικής περιποίησης).
- Η ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα που είχε καταρρεύσει πλήρως ως το 2012, παρουσιάζει ξανά «σημεία ζωής». Η κατρακύλα σταμάτησε και ο αριθμός των νέων αδειών τον Οκτώβριο τυ 2013 αυξήθηκε κατά 4,1% έναντι του 2012. Ωστόσο κατασκευάζονται πλέον μικρότερα κτίσματα, με αποτέλεσμα ο οικοδοικός όγκος (σε κυβικάμέτρα) να έχει αυξηθεί κατά μόλις 3,6%, από τα πολύ χαμηλά επίπεδα παραγωγής στα οποία είχε πέσει.
- Αντίστοιχα όμως οι πωλήσεις ΙΧ αυτοκινήτων τον Ιανουάριο φέτος αυξήθηκε κατά 18% από πέρυσι (λόγω των εξαιρετικών προσφορών των εταιριών), έναντι μείωσης 32% που σημείωνε τον Ιανουάριο του 2013.
3. Ο ιδιωτικός τομέας δεν έχει αλλάξει προσανατολισμό
Από τα στοιχεία της ιδιωτικής κατανάλωσης διαφαίνεται ότι, παρά την γενική απαξία, η αγορά προσπαθεί να κινηθεί ξανά στα «παλαιά» καταναλωτικά πρότυπα, χωρίς να περιορίζεται στα στοιχειώδη για την επιβίωση.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα όμως ίσως είναι πως παρά την κατάρρευση του παλαιού παραγωγικού προτύπου στην οικονομία, η αγορά εξακολουθεί να αντιμετωπίζει μεγάλο πρόβλημα προσαρμοστικότητας και ανταγωνιστικότητας.
Αυτό διαφαίνεται και από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τις εμπορευματικές συναλλαγές με το εξωτερικό.
Εν μέσω κρίσης οι Έλληνες πληρώνουμε κάθε χρόνο 47-50 δισ. ευρώ για εισαγωγές από το εξωτερικό (48,4 δισ. το2011, 49,3 δισ. το 2012 και 46,9 δισ. το 2013). Ακόμα και χωρίς την αξία των καυσίμων (καθώς η χωρα παραμένει εξαρτημένη ενεργειακά)κάθε χρόνο πληρώνουμε 30-33 δισ. ευρώ (29,9 δισ. το 2013 έναντι 31,4 δισ. το 2012 και 33,9 το 2011).
Αντιθέτως η αξία των εξαγωγών μας παραμένει πολύ χαμηλή: μαζί με τις εξαγωγές καυσίμων εισπράξαμε πληρώσαμε 27,5 δισ. το 2013, ενώ χωρίς τα καύσιμα 16,8 δισ. ευρώ.
Τι σημαίνει αυτό; Ότι ακόμα και τώρα που κάθε νοικοκυριό έχασε 50%-100% των εισοδημάτων του μέσα σε 4 χρόνια, ακόμα και αν δεν πληρώναμε άλλα για χρέη και για τόκους, ακόμα και αν δεν είχαν «στερέψει» τα δάνεια ή και αν δεν έβαζαν τόσα εμπόδια στους έλληνες εισαγωγείς οι ξένοι προμηθευτές (προεξόφληση παραγγελιών χωρίς πίστωση, εγγυητικές επιστολές από ξένες τράπεζες κλπ) και πάλι δεν μπορεί η εσωτερική παραγωγή να καλύψει την εσωτερική ζήτηση! Αν δεν υπήρχαν αυτά τα εμπόδια, το εμπορικό έλλειμα θα έφτανε ξανά στα 44 δισ. ευρώ το χρόνο, εκεί όπου είχε φτάσει το 2008 πριν ξεσπάσει η διεθνής και η ελληνική οικονομική κρίση που «φρέναραν» κάπως την κατάσταση.
Αποδεικνύεται έτσι ότι δεν αρκεί να καλυφθεί το δημοσιονομικό ή χρηματοδοτικό έλλειμμα που αφορά στο Κράτος, αν παραμένει το έλλειμμα επιχειρηματικότητας και παραγωγικότητας του ιδιωτικού τομέα. Αλλά σε εποχή κρίσης αναδεικνύεται και το έλλειμα ηγεσίας (leadership) της ελληνικής κοινωνίας συνολικά, που χωρίς κατεύθυνση δεν βρίσκει εναλλακτικούς δρόμους για να ξεπεράσει τα τρέχοντα προβλήματά της.
Όσο η ελληνική παραγωγή δεν επαρκεί για τις ανάγκες της χώρας και όσο φεύγουν στο εξωτερικό 17-20 δισ. ευρώ κάθε χρόνο (χρήμα που δύσκολα εξασφαλίζουν πια νοικοκυριά και επιχειρήσεις) για αγορές προϊόντων που δεν κατασκευάζονται στη χώρα μας, αυτά τα κεφάλαια θα λείπουν από την εθνική Οικονομία. Αν δε αναπληρωθούν από άλλες πηγές (αφού μόνο ο Τουρισμός δεν επαρκεί για να καλύψει το έλλειμμα) το χρήμα που κυκλοφορεί «χέρι με χέρι» στην Οικονομία και τις τσέπες μας μοιραία θα μειώνεται και ιδιωτικός και δημόσιος τομέας θα αναγκάζονται να προσφεύγουν συνεχώς σε δανεισμό (τραπεζικό ή διεθνή) με επαχθείς πολλές φορές όρους, όπως η ζωή έχει διδάξει πια όλους μας.
Αντίστοιχα όμως, και αν η χώρα βρισκόταν εκτός ευρώ, το Κράτος θα κατέφευγε στη λύση «να τυπώνει χρήμα» χωρίς αντίκρυσμα, απαξιώνοντας ακόμα περισσότερο εισοδήματα, περιουσίες και κόπους, με όρους πληθωρισμού και απώλειας αγοραστικής δύναμης.
Το εμπορικό έλλειμμα δείχνει ίσως καλύτερα από κάθε τι άλλο πως αν δεν αλλάξουν προσανατολισμό και δεν κάνουν πλέον διαφορετικά ή καλύτερα ό,τι κάνουν ή έκαναν ως τώρα, τόσο οι επιχειρήσεις και ο Έλληνες εργοδότες όσο και οι καταναλωτές-εργαζόμενοι θα παραμένουν για αρκετά χρόνια ακόμη στο οικονομικό περιθώριο, καθώς η «πίτα» της Οικονομίας μας από την οποία όλοι «τρώνε» δεν θα αυξάνεται αρκετά για να καλύψουν ό,τι έχασαν.
Οι «θυσίες» έτσι θα παραμένουν χωρίς αντίκρυσμα σε βελτίωση των όρων επιβίωσης , αφήνοντας και περιθώρια σε ξένους κεφαλαιούχους να καλύψουν το αναπτυξιακό και παραγωγικό «κενό» που δημιουργείται, παίρνοντας τη θέση των ελληνικών επιχειρήσεων, του μεγάλου εργοδότη-αφεντικού στη χώρα μας, αλλά και του βασικού χρηματοδότη των αναγκών του δημοσίου τομέως.