Αντέχουν οι πολίτες γκέι δήμαρχο;

Εναν γκέι δήμαρχο της Αθήνας μπορεί κανείς να τον φανταστεί μόνο «εκ του αντιθέτου»: από φανταστικής σημασίας σενάρια, περιθωριακά σχόλια ανθρώπων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στρατευμένους εκπροσώπους της γκέι κοινότητας, από τους ...ελάχιστους στυλίτες του κινήματος, όπως ο Γρηγόρης Βαλλιανάτος, που τολμούν να δηλώσουν καθαρά και ξάστερα τις σεξουαλικές τους προτιμήσεις.

Οσα ξέρουμε ως υπάρχοντα παραδείγματα γκέι πολιτικών προέρχονται από αλλού, δηλαδή από διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις όπως το Παρίσι, με τον δήμαρχό του Μπερτράν Ντελανοέ να δηλώνει ανοιχτά ότι είναι γκέι ακολουθώντας το παράδειγμα του δημάρχου του Βερολίνου Κλάους Βοβεράιτ ή από το Χιούστον με την Ανίς Πάρκερ και τη Νέα Υόρκη με τον Μπιλ Ντε Μπλάζιο, τη μοναδική ίσως πόλη με πρόδηλη ευαισθησία σε θέματα σεξουαλικής ή φυλετικής ταυτότητας και άπειρους γκέι υποψήφιους. Αντίθετα, η εικόνα ενός δημάρχου που θα περιδιαβιάζει τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου αγκαζέ με τον σύντροφό του δεν μπορεί ακόμα να καταγραφεί σε ένα πιθανό σενάριο στη δημόσια σκηνή της δικής μας πόλης – πόσο μάλλον της χώρας. Στην ελληνική ιστορία το μόνο που μπορεί να ειπωθεί αναφορικά με την ομοφυλοφιλική δημόσια αφήγηση στην καρδιά της πόλης είναι οι βόλτες του αισθαντικού Λόρδου Βύρωνα στα στενά της Πλάκας και όσα καταγράφει ο Πλάτωνας για τις ερωτικές συνευρέσεις μεταξύ αγοριών στην παλαίστρα ή στο εκάστοτε συμπόσιο (το ομώνυμο έργο συνιστά τον κατεξοχήν ύμνο στον ομοφυλοφιλικό έρωτα). Αλλά και πάλι όλα υπακούν στα κελεύσματα ενός άγραφου νόμου που δεν δέχεται εξαιρέσεις. Ακόμη κι αν κάποιοι φαντάζονται ότι υπάρχουν εκπρόσωποι του δημόσιου βίου που έχουν εκφράσει ανοιχτά τις σεξουαλικές τους προτιμήσεις σε διάφορες δημόσιες εκδηλώσεις, δύσκολα το βλέπουν να συμβαίνει και σε επίπεδο πολιτικού βίου. Η αρχή που επικρατεί στην Ελλάδα είναι «ποτέ μη μιλάς στον Τύπο, μη βγάζεις άχνα». Ενδεχομένως, ο εκάστοτε πολιτικός να φαντάζεται ότι εκτός από τη δημόσια διαπόμπευση έχει να αντιμετωπίσει και το ενδεχόμενο της απώλειας ψήφων. Τα παραδείγματα από την πραγματικότητα είναι άπειρα – πρόσφατη ήταν η δημόσια τοποθέτηση του δημάρχου Πειραιά κ. Βασίλη Μιχαλολιάκου κατά του φιλιού μεταξύ ανδρών την ημέρα των Θεοφανίων. Οι εξαιρετικά προσωπικοί φόβοι -ο φόβος της εξαίρεσης, του τι θα πει ο περίγυρος και η οικογένεια- γίνεται έτσι καθολικός κανόνας, ο κανόνας των κανόνων για οποιαδήποτε σχέση, η μοναδική προϋπόθεση για να μείνει κανείς αλώβητος στο υποκριτικό πεδίο που λέγεται ελληνική πολιτική σκηνή.

«Και τι μας ενδιαφέρει η σεξουαλική προτίμηση του μελλοντικού δημάρχου;» θα ρωτήσει κάποιος. Ενδιαφέρει, γιατί φανερώνει δημόσιο ανάστημα, θάρρος σε σχέση με την ανάληψη ευθύνης απέναντι στους όποιους εκβιασμούς, απόφαση να συγκρουστεί κανείς αν χρειαστεί για τα όσα θεωρεί σεβαστή του υπόθεση. Η αντίθετη άποψη δημιουργεί μια μακρά ιστορία με οριστικούς και αμετάκλητους συμβιβασμούς, πεισματικές σιωπές, αποσιωπήσεις. Ο Γρηγόρης Βαλλιανάτος -όχι άδικα- υποστήριξε ότι εσκεμμένα επέλεξε αυτή τη δεδομένη συγκυρία της υποψηφιότητάς του για να δηλώσει ανοιχτά ότι είναι φορέας του HIV, επειδή ακριβώς ξέρει ότι πολλοί θα το χρησιμοποιήσουν ως όπλο εκβιασμού εναντίον του. Ενας πολιτικός ενδεχομένως να υποκύψει σε αντίστοιχους εκβιασμούς στην προσπάθειά του να αποκρύψει το γεγονός ότι οι προσωπικές του σεξουαλικές προτιμήσεις διαφοροποιούνται απ’ αυτές των ψηφοφόρων του, κάτι που τον καθιστά ευάλωτο σε αλλότρια συμφέροντα και ύποπτες πιέσεις.

Σε μια χώρα όπου η έννοια της πολιτικής ευθύνης είναι μάλλον αμελητέα, η έννοια της δημόσιας τοποθέτησης είναι αντίστοιχα παραγνωρισμένη. Ενώ στη Γαλλία κάτι τέτοιο συνέβη άνετα με τον Ντελανοέ που υποστήριξε δημόσια τις σεξουαλικές επιλογές του, στην Ελλάδα είναι ελάχιστοι οι πολιτικοί που έχουν δηλώσει ανοιχτά και ξεκάθαρα ότι είναι γκέι ή που έχουν σπεύσει να συμπαρασταθούν σε γκέι ακτιβιστές. Η Μαρία Δαμανάκη ήταν από τις πρώτες πολιτικούς που συμπεριέλαβαν εκπροσώπους της ΛΟΑΤ κοινότητας -δηλαδή Λεσβιακά, Ομοφυλόφιλα, Αμφισεξουαλικά και τρανσεξουαλικά άτομα- στα ψηφοδέλτιά τους, για να ακολουθήσει αμέσως μετά ο Σπύρος Βούγιας σε ανάλογη υποψηφιότητα για τον Δήμο Θεσσαλονίκης. Επρεπε να μεσολαβήσει μια επταετία για να υπάρξει το παράδειγμα του συνδυασμού της Ανοιχτής Πόλης που συμπεριέλαβε την Ευαγγελία Βλάμη στα ψηφοδέλτιά της και άλλα δύο χρόνια για να πράξουν αντίστοιχα οι Οικολόγοι Πράσινοι με τον Νίκο Μυλωνά και τη Σοφία Σκουλίδη. Σήμερα, πέντε χρόνια μετά τις δειλές αυτές υποψηφιότητες, η μοναδική περίπτωση θαρραλέου εκπροσώπου της ΛΟΑΔ κοινότητας παραμένει αυτή του Γρηγόρη Βαλλιανάτου, ο οποίος κατεβαίνει με τον συνδυασμό της Φιλελεύθερης Συμμαχίας. Εξαρχής ο Βαλλιανάτος ήταν υπέρμαχος του «outing», όπως αποκαλείται ο όρος της δημόσιας δήλωσης αναφορικά με το θέμα των σεξουαλικών προτιμήσεων, και το έκανε από την πρώτη στιγμή που υπηρέτησε -αρχικά ως σύμβουλος, κατόπιν ως πολιτευτής και τώρα ως υποψήφιος δήμαρχος- τη δημόσια σφαίρα. Ακόμα και στο καλλιτεχνικό κομμάτι το θέμα του outing παραμένει μια προβληματική περίπτωση, αφού με εξαίρεση τον Δημήτρη Παπαϊωάννου ελάχιστοι παραδέχονται δημόσια τις σεξουαλικές προτιμήσεις τους.

Γιατί όμως; Διότι προφανώς δεν υπάρχει πρόσφορο έδαφος στον βαθμό που ακόμα και ομοφυλόφιλοι καλλιτέχνες στοχοποιούνται, με αποτέλεσμα η αποκάλυψη της σεξουαλικής τους ταυτότητας να θεωρείται ταμπού ακόμη και για την πανεπιστημιακή ή ακαδημαϊκή κοινότητα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του ποιητή Κ. Π. Καβάφη που δεν εξεταζόταν ποτέ σε σχέση με τα πιο ερωτικά ποιήματά του, καθότι καταδείκνυαν προτιμήσεις σε ερωτικούς παρτενέρ του ιδίου φύλου, ενώ μόλις φέτος είδαμε πανεπιστημιακούς να τοποθετούνται δημοσίως για την ομοφυλοφιλία του ποιητή σε εκδήλωση που διοργάνωσε η Στέγη. Ας μην ξεχνάμε ότι δέκα χρόνια πριν το ΕΣΡ είχε επιβάλει πρόστιμο 100.000 ευρώ στο MEGA για το πολύκροτο φιλί στο «Κλείσε τα μάτια» του Χριστόφορου Παπακαλιάτη, ενώ αντίστοιχα πρόστιμα και απαγορεύσεις επιβάλλονταν και σε άλλα κανάλια κάθε φορά που ακουγόταν ο χαρακτηρισμός «γκέι». Σε πολιτικό επίπεδο -και δη δημόσιας αρχής- τα πράγματα περιπλέκονται ακόμα περισσότερο, καθώς άπειρα είναι τα παραδείγματα πολιτικών που έχουν εκφράσει ομοφοβικές θέσεις -και όχι μόνο- από την ακροδεξιά παράταξη. Το πρόσφατο παράδειγμα δημοσιογράφων φιλικά προσκείμενων στον ΣΥΡΙΖΑ οι οποίοι ανάρτησαν ομοφοβικά σχόλια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι χαρακτηριστικό, όπως αντίστοιχα είναι και τα κείμενα για την τραβεστί και ακτιβίστρια Πάολα και τον Γρηγόρη Βαλλιανάτο που φιλοξενήθηκαν σε μέσα της Αριστεράς. Το μέγα ερώτημα επομένως παραμένει: κατά πόσο θα ανεχόμασταν έναν γκέι δήμαρχο στην πρωτεύουσα της χώρας και πόσο ομοφοβικοί είμαστε στ’ αλήθεια;

Ταμπού η σεξουαλικότητα 

Ειδικά στην περίπτωση των υποψηφιοτήτων για τον Δήμο της Αθήνας τα φώτα δεν πρέπει να πέφτουν μόνο στον Γρηγόρη Βαλλιανάτο, σε έναν αναφανδόν ακτιβιστή του γκέι κινήματος, αλλά σε κάποιον υποψήφιο που δεν θα είχε το θάρρος να δηλώσει δημόσια τις σεξουαλικές του προτιμήσεις, όπως συμβαίνει σε άλλους κραταιούς δήμους του πλανήτη. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του σημερινού δημάρχου της Νέας Υόρκης Μπιλ Ντε Μπλάζιο ο οποίος δεν εξελέγη βάσει του συγκροτημένου του προγράμματος, αλλά του ριζοσπαστικού του πνεύματος ειδικά σε ό,τι αφορά θέματα σεξουαλικής ταυτότητας.

Ο πρώτος Δημοκράτης δήμαρχος του Μεγάλου Μήλου είναι παντρεμένος με Αφροαμερικανή η οποία κάποτε υπήρξε βασική εκπρόσωπος του γκέι κινήματος και λεσβία, κάτι που έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην εκλογή του. Ο σημερινός δήμαρχος ουδέποτε απέκρυψε αυτή τη λεπτομέρεια, αντιθέτως λέγεται ότι τη χρησιμοποίησε προς άγραν περισσότερων ψήφων σε μια πόλη που πάντοτε ήταν συνυφασμένη με την ανοχή που έδειχνε σε πάσης φύσεως μειονότητες. Κατά τα άλλα, στην Ελλάδα του 2014 το θέμα της σεξουαλικότητας παραμένει ταμπού. Τι θα γινόταν φέρ’ ειπείν αν κάποιοι από τους υποψήφιους δημάρχους της Αθήνας (από τον Νικήτα Κακλαμάνη μέχρι τον Γαβριήλ Σακελλαρίδη) δήλωναν ότι δεν είναι θιασώτες της ετεροφυλοφιλικής ερωτικής σύζευξης και γιατί κάτι τέτοιο να μην είναι αποδεκτό από την πλειοψηφία; Δύσκολα μπορεί κανείς, για παράδειγμα, να φανταστεί τους εκπροσώπους για τη δημαρχία της Αθήνας να υποστηρίζουν κάποιας μορφής outing – στον βαθμό που το κοινό δεν εγκρίνει τέτοιου είδους επιλογές.

Και παρότι κάποιοι είναι χαρακτηριστικά ευγενείς και ευειδείς με προοδευτικό πνεύμα και συγκεκριμένες καλλιτεχνικές προτιμήσεις, δύσκολα θα υποστήριζαν τέτοιου είδους κινήσεις – ακόμη κι αν πολιτεύονται σε μια πόλη ανοιχτή που για πρώτη φορά διαθέτει γκέι στέκια, καταχώρηση καταστημάτων σε σχετικές ιστοσελίδες και μια πολύχρωμη σημαία να ανεμίζει στην «παρέλαση περηφάνιας» που έγινε για μια ακόμη φορά στο κέντρο της Αθήνας.

Οσο για τον σημερινό δήμαρχο Γιώργο Καμίνη, είναι αλήθεια πως είναι ο πρώτος άρχοντας της πόλης που δείχνει ιδιαίτερη θέρμη στη διοργάνωση τέτοιων εκδηλώσεων κάνοντας και σχετικές δηλώσεις συμπαράστασης προς τους διοργανωτές του πρόσφατου Athens Pride. Σε αντίθεση, δηλαδή, με τον προγενέστερο δήμαρχο Νικήτα Κακλαμάνη, ο οποίος αρνήθηκε να παραχωρήσει την αιγίδα του δήμου για την πρώτη διοργάνωση του Gay Pride φοβούμενος τις αντιδράσεις και δεν εμφανίστηκε καν στην εκδήλωση, o Καμίνης ως πρώην Συνήγορος του Πολίτη δείχνει να υποστηρίζει κάθε μορφής αυτενέργεια. Σε μια χώρα που ακόμη και οι ομοφυλόφιλοι αποδεικνύονται, κατά παράδοξο τρόπο, ομοφοβικοί προκειμένου να συγκαλύψουν την ταυτότητά τους, δεν είναι να απορεί κανείς που υπάρχει αυτή η διάχυτη φοβία ειδικά σε επίπεδο δημαρχίας. Εύλογα, λοιπόν, ο γνωστός ηθοποιός Δημήτρης Πιατάς μιλώντας στο «ΘΕΜΑ» αναρωτιέται σχετικά: «Γιατί να μην έχουμε γκέι δήμαρχο αν το επιθυμεί ο ελληνικός λαός; Αυτό που διεκδικούμε δεν είναι άσπρη ή μαύρη γάτα, αλλά τη γάτα που θα μπορεί να τρώει τα ποντίκια, δηλαδή έναν καλό δήμαρχο. Αλλωστε δημάρχους με δεδηλωμένες τις σεξουαλικές τους προτιμήσεις νομίζω ότι διαθέτουν πολλές μεγαλουπόλεις του κόσμου. Οσο για το αν είμαστε ομοφοβικοί, δυστυχώς είμαστε πάρα πολύ. Είμαστε ένας άκρως συντηρητικός λαός με τάσεις που πολλές φορές αγγίζουν τα όρια της υπερβολής».

Το νομικό πλαίσιο 

Οταν ένας καλλιτέχνης σαν τον Δημήτρη Πιατά αντιλαμβάνεται το μέγεθος της ομοφοβίας, δεν είναι να απορεί κανείς για τις καταδικαστικές αποφάσεις όσον αφορά στο επίπεδο ανοχής της διαφορετικότητας και σεβασμού των δικαιωμάτων των ομοφυλόφιλων που βαραίνουν τη χώρα. Σύμφωνα με το Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι, η Ελλάδα είναι από τις λίγες ευρωπαϊκές χώρες -αν όχι η μόνη- που δεν έχει ξεκάθαρο θεσμικό πλαίσιο όσον αφορά στην προσβολή των σεξουαλικών προτιμήσεων του ατόμου, με αποτέλεσμα κάποιος να πρέπει να προσφύγει στη νομοθεσία περί διακρίσεων στον χώρο εργασίας, αν θέλει να καταγγείλει μια τέτοια είδους παρενόχληση ή ρατσιστική συμπεριφορά. Υπάρχει, όπως μαθαίνουμε, ήδη ένα δεδικασμένο στη Θεσσαλονίκη για απαγόρευση εισόδου γκέι πελάτη σε κέντρο νυχτερινής διασκέδασης με αποζημίωση 1.000 ευρώ, ενώ στις 4 Φεβρουαρίου υπεγράφη στις Βρυξέλλες ψήφισμα της Ευρωπαϊκής Ενωσης που περιλαμβάνει τον «σεβασμό σε τέτοιου είδους δημόσιες εκδηλώσεις όπως οι παρελάσεις περηφάνιας», το οποίο ψηφίστηκε ευτυχώς από το σύνολο των Ελλήνων ευρωβουλευτών – μια κίνηση ιδιαίτερα θετική για το μέλλον. Σχετικά με το θεσμικό-νομικό πλαίσιο της ανοχής των ομοφυλόφιλων, αλλά και την πιθανότητα να έχουμε δηλωμένα γκέι δήμαρχο Αθήνας, ρωτήσαμε τον δικηγόρο Αθηνών και νομικό σύμβουλο Χρήστο Γραμματίδη, ο οποίος ειδικεύεται παράλληλα σε θέματα κοινωνικού δικαίου: «Δυστυχώς, δεν θεωρώ εφικτό να εκλεγεί στο άμεσο μέλλον δήμαρχος στην Αθήνα ένα ανοιχτά (out) LGBT, ελληνιστί ΛΟΑΤ, άτομο. Ο λόγος είναι ότι είμαστε ομοφοβική κοινωνία. Η Εκθεση του 2007 του Οργανισμού Θεμελιωδών Ελευθεριών της Ε.Ε. για την ομοφοβία στην Ελλάδα (διαθέσιμη εδώ: http://fra.europa.eu/sites/default/files/fra_uploads/320-FRA-hdgso-NR_EL.pdf ) επισημαίνει ότι οι παράγοντες που συντελούν σε αυτό είναι κυρίως: (α) ο κυρίαρχος ρόλος της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στην ελληνική κοινωνία και η καθαρά ομοφοβική στάση της, (β) η macho και ομοφοβική συμπεριφορά της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτικών, (γ) η αρνητική παρουσίαση από τα μέσα ενημέρωσης, (δ) ο ρόλος της αστυνομίας που δεν προστατεύει επαρκώς τα θύματα εγκλημάτων ομοφοβικού μίσους, ούτε κάνει διερεύνηση των εγκλημάτων αυτών, (ε) η απουσία σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης στα σχολεία και (στ) η άρνηση όλων των κυβερνήσεων στα αιτήματα των ΛΟΑΤ για σχετική νομοθεσία προστασίας τους».

Οπότε δεν είναι να απορεί κανείς που οι ομοφοβικές αντιδράσεις αναγκάζουν τους υποψήφιους να τηρούν σιγήν ιχθύος και να μετατρέπονται, ενίοτε, σε καρχαρίες όταν τους εξαναγκάζουν σε σχετικές δηλώσεις. Προτιμούν να μην παίρνουν σαφή θέση – με εξαίρεση τον σημερινό δήμαρχο Γιώργο Καμίνη και τον Γαβριήλ Σακελλαρίδη, ο οποίος στο πλαίσιο των κεντρικών θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ τάσσεται υπέρ της ανοχής των μειονοτήτων αγνοώντας προφανώς τις δημόσιες θέσεις άλλων εκπροσώπων του κόμματός του. Στην περίπτωση του Αρη Σπηλιωτόπουλου καταγράφονται απλώς κάποιες αξεδιάλυτες δηλώσεις αναφορικά με το θέμα και καμία σαφή δημόσια θέση. Οσο για το ΚΚΕ, δεν έχει καταφέρει να τοποθετηθεί επαρκώς το θέμα της ομοφυλοφιλίας. Ανεκτικός σε τέτοια ζητήματα είναι ο παρ’ ολίγον υποψήφιος Γιώργος Αμυράς, ο οποίος στο παρελθόν υποστηρίχτηκε από μεγάλο κομμάτι της ομοφυλοφιλικής κοινότητας. Οσο για τους Ανεξάρτητους Ελληνες, είναι γνωστές οι δημόσιες θέσεις τους περί ομοφυλοφυλίας – για το κόμμα του Πάνου Καμμένου η ομοφοβία δεν συνιστά καν πρόβλημα. Για κάποιους όμως πολιτικούς αλλά και ψηφοφόρους το ζήτημα της ομοφυλοφιλίας ή της ετεροκανονικότητας δεν πρέπει να συνιστά πολιτικό ζήτημα. Η ηθοποιός Κάτια Δανδουλάκη μάς δήλωσε ότι δεν χωρίζει τους ανθρώπους σε είδη, αλλά «σε πραγματικούς ανθρώπους με ευαισθησίες και ακέραιη ηθική, η οποία δεν άπτεται των σεξουαλικών τους προτιμήσεων. Γι’ αυτό κανέναν ρόλο δεν παίζει η προσωπική ζωή εφόσον δεν καταρρίπτονται ηθικές αξίες αλλά η διαθεσιμότητα», δηλώνει σχετικά η γνωστή ηθοποιός. «Το τι συμβαίνει γενικότερα στην κοινωνία και άρα το πόσο προηγμένοι είμαστε ως λαός δεν είμαι σε θέση να το γνωρίζω. Εμένα πάντως κάτι τέτοιο δεν με πειράζει».

Δημόσια έκθεση και κοινωνική ανεκτικότητα 

Η γενικότερη απαισιοδοξία αναφορικά με το ζήτημα της δημόσιας έκθεσης έχει κάποια ερείσματα και αυτά υπερβαίνουν σίγουρα το επίπεδο της έκθεσης του Ελσίνκι (όπως μας την κατέθεσε σχετικά ο κ. Γραμματίδης). Ελάχιστοι ήταν οι δήμαρχοι στην Ιστορία της Αθήνας από το 1822 μέχρι σήμερα που ξεπέρασαν τον εαυτό τους σε σχέση με τις θέσεις της ανοχής της όποιας διαφορετικότητας: δεν είναι πολύ καιρός που το ζήτημα του outing εκλαμβάνεται ως πολιτική στάση. Ωστόσο, ο Αντώνης Τρίτσης ήταν ανεκτικός σε ζητήματα μειονοτήτων, όπως και η Ντόρα Μπακογιάννη είχε υποστηρίξει, ως έναν βαθμό, αντίστοιχες κινήσεις – οι μοναδικές ίσως εξαιρέσεις στην ιστορία της δημαρχίας της Αθήνας. Ως βέρα Αθηναία, η Μιμή Ντενίση έχει παρακολουθήσει το ζήτημα της εναλλαγής των προσώπων στον θώκο της δημαρχίας από κοντά, αλλά και από τη βεράντα του σπιτιού της στο Πεδίον του Αρεως, γι’ αυτό και δεν δίστασε να μας αντιστρέψει το ερώτημα περί ενδεχόμενης εκλογής ενός γκέι δημάρχου, επιμένοντας πως «το ζήτημα είναι να έχουμε έναν δήμαρχο έξυπνο, δημιουργικό και έτοιμο να ανοιχτεί σε πολλούς τομείς.

Η Αθήνα έχει να λύσει σοβαρά προβλήματα όπως το κακό χάλι του Πεδίου του Αρεως που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από το σπίτι μου. Επομένως, δεν μας ενδιαφέρει αν το άτομο που θέτει υποψηφιότητα είναι των σεξουαλικών μας προτιμήσεων ή αυτών των πολλών, αλλά αν έχει τα φόντα και τη διάθεση να αφήσει κάποιο έργο. Αλλωστε νομίζω ότι εν έτει 2014 έχει κατακτηθεί η αυτονομία και η ανεξαρτησία της προσωπικής ζωής σε όλα τα επίπεδα. Για εμένα, η ομοφοβία είναι ισάξια του ρατσισμού και επομένως κατακριτέα». Αντίστοιχες θέσεις φαίνεται να κρατά αναφορικά με το ζήτημα και η γνωστή ψυχολόγος-κοινωνιολόγος Χριστίνα Αντωνοπούλου, η οποία εμμένει στο γενικότερο προφίλ του υποψήφιου δημάρχου, θεωρώντας ότι οι κοινωνικές προκαταλήψεις είναι πολλών ειδών και υπερβαίνουν το ζήτημα των σεξουαλικών προτιμήσεων: «Με τα προβλήματα που έχει σήμερα η ελληνική κοινωνία το λιγότερο που μπορεί να την απασχολεί είναι το θέμα του δημάρχου. Δεν νομίζω καν ότι τίθεται ως υπαρξιακό θέμα στη ζωή των Αθηναίων αν ο δήμαρχος είναι ομοφυλόφιλος ή όχι. Νομίζω ότι μας απασχολούν άλλα στοιχεία και άλλες προδιαγραφές για το ποιος θα αναλάβει κάποιο πόστο. Αυτό που τους απασχολεί πλέον είναι το θέμα της επιβίωσης και της εξασφάλισης της δυνατότητας να αναλάβουν τις ευθύνες τους ως πολίτες και οικογενειάρχες. Υπάρχει μια προκατάληψη, ένας ρατσισμός ότι ένας ομοφυλόφιλος είναι πιο ευάλωτος σε σοβαρά θέματα. Πρόκειται για κοινωνική προκατάληψη. Ενδεχομένως να έχουν υπάρξει τέτοια περιστατικά, όπως έχουν αντίστοιχα υπάρξει το ενδεχόμενο ένας ωραίος άνδρας ή μια ωραία γυναίκα να είναι ευάλωτοι σε ένα υπουργείο.

Τέτοια θέματα υπάρχουν πάντα στην κοινωνική ζωή. Αναρωτιέμαι γιατί μας απασχολεί τώρα αναφορικά με την περίπτωση ενός δημάρχου και δεν μας έχει απασχολήσει στο παρελθόν αναφορικά με κάποιον υπουργό ή πρωθυπουργό». 

Από την άλλη, πολλοί είναι αυτοί που αντιμετωπίζουν με καχυποψία το ζήτημα της δημόσιας δήλωσης και θεωρούν προβληματικό το ζήτημα της σύνδεσης της πολιτικής με τη σεξουαλική ζωή. «Θεωρώ εντελώς ρατσιστικό το να εξετάζουμε αν ο άλλος είναι γκέι ή όχι προκειμένου να ασχοληθεί με τα κοινά», μας λέει σχετικά η ηθοποιός Ναταλία Δραγούμη. «Εχω πολλούς φίλους γκέι που εκτιμώ ιδιαίτερα και είναι άνθρωποι με πολλές αρετές, υψηλή αισθητική και προχωρημένο πνεύμα. Συν τοις άλλοις, διαθέτουν και ιδιαίτερα ξεχωριστές ικανότητες. Οπότε γιατί να μη δώσουμε την ευκαιρία σε έναν Γρηγόρη Βαλλιανάτο, ο οποίος μπορεί να έχει και την ικανότητα αλλά και το κέφι να πάει τα πράγματα παρακάτω; Μπορεί να είναι και μια ευκαιρία να φυσήξει ένας αέρας ανανέωσης στην πόλη. Ας πάψουμε επιτέλους να είμαστε ομοφοβικοί και να αντιμετωπίζουμε τέτοιου είδους ζητήματα σπασμωδικά και με φόβο».

Προκαταλήψεις και ρατσισμός 

Δεν μπορεί, επομένως, να συμβιβάσει κανείς εύκολα από τη μια την εικόνα ενός κοσμοπολίτη, γκέι δημάρχου και από την άλλη τον επιθετικό πολέμο από συγκεκριμένη ομάδα στο πλαίσιο μιας επιθετικής ετεροκανονικής κοινωνίας που καταφρονεί τέτοιου είδους ζητήματα ως ελαφρά. Ο Γιάννης Μπουτάρης μπορεί να παραχωρεί συνεντεύξεις υπέρ του θέματος στο περιοδικό με τον προχωρημένο τίτλο «Screw» αλλά στην Αθήνα τέτοιου είδους τοποθετήσεις σπανίζουν ακόμη και ανάμεσα στα δημόσια πρόσωπα. Χαρακτηριστικό είναι το πρόσφατο κείμενο της Σώτης Τριανταφύλλου που προκάλεσε ομοβροντία αντιδράσεων επειδή τοποθετούνταν κατά του γάμου γκέι ζευγαριών.

Αντίστοιχα ομοφοβικό χαρακτήρισαν τον Πέτρο Τατσόπουλο στο παρελθόν επειδή θίχτηκε όταν του επιτέθηκαν σε σχέση με τις σεξουαλικές προτιμήσεις του εκπρόσωποι της Χρυσής Αυγής (και εκείνος απάντησε με τη γνωστή δήλωση περί της μισής Αθήνας), αν και ο ίδιος κατά καιρούς έχει υποστηρίξει τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων σε πολλαπλά επίπεδα. Πολλές φορές λοιπόν τέτοια ευαίσθητα ζητήματα προκαλούν υπερβολικές αντιδράσεις δείχνοντας με το δάχτυλο ανθρώπους που ενδεχομένως να μη μιαίνονται από την αμαρτία της ρατσιστικής φοβιστικής προβολής. Αλλά η αδυναμία δημόσιας τοποθέτησης παράγει συνενοχή, την ώρα που η νωθρότητα και ο φθοροποιός εθισμός στην αδιαφορία απλώνονται παντού επιτρέποντας να καλλιεργηθούν σκοτεινές δυνάμεις αντίδρασης που οργανώνουν επιθέσεις σε γκέι στέκια στα πέριξ της Ομόνοιας, στα δημόσια πάρκα ή σε γνωστά στέκια.

Την επιστράτευση των προοδευτικών δυνάμεων απέναντι στον συντηρητισμό, στον ρατσισμό και την ομοφοβία επικαλείται και ο ηθοποιός Γιάννης Ζουγανέλης: «Πιστεύω ότι είναι καιρός επιτέλους ο Ελληνας να αποδεχθεί τη διαφορετικότητα. Να αφήσει ό,τι ρατσιστικό τον διακατέχει πίσω του. Ο υποψήφιος δήμαρχος της Αθήνας με ενδιαφέρει να ξέρει καλά την πόλη, να αγαπά την πόλη και όχι μόνο τον εαυτό του, όπως συνέβαινε μέχρι σήμερα, αλλά να σέβεται τη διαφορετικότητα. Παρ’ όλα αυτά η σεξουαλική επιλογή του υποψήφιου δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να συνιστά κριτήριο επιλογής της ψήφου. Αυτό που θα πρέπει να είναι το κατεξοχήν κριτήριο είναι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια», δηλώνει ευθαρσώς και κατηγορηματικά ο γνωστός τραγουδιστής και ηθοποιός. Κατά βάση, αυτό που πρέπει να δούμε είναι πόσο αντέχουμε εμείς το ενδεχόμενο της δημόσιας παραδοχής ότι «ναι, διεκδικώ τη δημαρχία και είμαι ομοφυλόφιλος». Να σκεφτούμε αν μια τέτοια παραδοχή και όχι μόνο από έναν υποψήφιο αλλά και από άλλους θα δημιουργούσε αντιδράσεις που θα συγκλόνιζαν τον μέσο ψηφοφόρο, ο οποίος δεν μπορεί να αποδεχθεί το γεγονός ότι ο εκλεκτός της πόλης διαθέτει άλλου είδους προτιμήσεις από τις δικές του. Ενας Βαλλιανάτος δεν φτάνει για να φέρει τη (σεξουαλική) άνοιξη και το παράδειγμά του θα πρέπει να ακολουθήσουν και άλλοι υποψήφιοι ή πολιτικοί πέρα από τον χώρο του ακτιβισμού που μέχρι τώρα κρατάνε κρυφή τη σεξουαλική τους ταυτότητα. Οπως έλεγε κάποτε και σε συνέντευξή του στο «Πρώτο Θέμα» ο Χρήστος Λούλης, «αυτό που πρέπει να ψάξουμε είναι τον ρατσιστή που κρύβουμε μέσα μας» – και γιατί όχι να τον σκοτώσουμε για πάντα.

Αναγνώστες