Η καθημερινή κατανάλωση ενός τρίτου του λίτρου αναψυκτικού με ζάχαρη αυξάνει κατά 20% τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου στους άνδρες συγκριτικά με όσους πίνουν λιγότερη ποσότητα ή καθόλου, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο Circulation.
Πάντως τα αναψυκτικά με υποκατάστατα ζάχαρης ή τεχνητές γλυκαντικές ουσίες δεν ...... διαπιστώθηκε ότι αυξάνουν τον κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων.
«Η έρευνα επισημαίνει ότι η τακτική κατανάλωση αναψυκτικών με ζάχαρη είναι επιβλαβής για την καρδιοαγγειακή υγεία», υπογραμμίζει ο επικεφαλής της μελέτης Δρ Φρανκ Χου, καθηγητής Διατροφής και Επιδημιολογίας στη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ.
«Τα συμπεράσματα της μελέτης συνιστούν τη μείωση της κατανάλωσης αναψυκτικών με ζάχαρη από ασθενείς αλλά και τον γενικό πληθυσμό», προσθέτει ο ερευνητής υπενθυμίζοντας ότι οι καρδιαγγειακές παθήσεις αποτελούν την κύρια αιτία θνησιμότητας στις ΗΠΑ.
Η μελέτη ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 1986 και ολοκληρώθηκε το Δεκέμβριο του 2008 και βασίστηκε σε αιματολογικές αναλύσεις και σε ερωτηματολόγια που έθεταν οι ερευνητές κάθε δύο χρόνια στους συμμετέχοντες.
Η μελέτη αφορούσε σε 42.883 άνδρες, ηλικίας 40 με 75 ετών, που εργάζονταν όλοι στον τομέα της υγείας. Η αύξηση του κινδύνου για καρδιοαγγειακή νόσο κατά 20% σε όσους πίνουν καθημερινά ένα τρίτο του λίτρου αναψυκτικού με ζάχαρη, ίσχυε ακόμη και μετά τον συνυπολογισμό άλλων παραγόντων που συμβάλλουν στην αύξηση της πιθανότητας ανάπτυξης των ασθενειών αυτών, όπως το κάπνισμα, η καθιστική ζωή, η κατανάλωση αλκοόλ και το οικογενειακό ιστορικό καρδιακής νόσου.
Ο κίνδυνος δεν αυξανόταν για όσους έπιναν αναψυκτικά με ζάχαρη μόνο δύο φορές την εβδομάδα ή λιγότερο.
Οι ερευνητές μέτρησαν επίσης τα επίπεδα διαφόρων λιπιδίων και πρωτεϊνών στο του αίματος, βιοδείκτες των καρδιαγγειακών παθήσεων. Πρόκειται κυρίως για την C-αντιδρώσα πρωτεΐνη (CRP), δείκτη φλεγμονής και για τα ποσοστά της LDL και HDL χοληστερόλης.
Συγκριτικά με όσους δεν καταναλώνουν καθημερινά αναψυκτικά με ζάχαρη, οι καταναλωτές των εν λόγω αναψυκτικών είχαν υψηλά επίπεδα CRP και LDL χοληστερόλης και υπερβολικά χαμηλή HDL χοληστερόλη.