Θα κρίνουν αν ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας παραβιάζει ή όχι το γερμανικό Σύνταγμα.
Η απόφαση που θα λάβουν την επόμενη Τετάρτη οι γερμανοί δικαστές θα μπορούσε να καθορίσει όχι μόνο το μέλλον της ευρωζώνης, αλλά και τη θέση του... Βερολίνου μέσα σε αυτήν
Εχει ονομαστεί «ημέρα της κρίσεως». Στις 12 Σεπτεμβρίου οκτώ γερμανοί δικαστές θα αποφασίσουν για το αν ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM) στον οποίο τόσα έχουν επενδύσει η Ανγκελα Μέρκελ και οι Βρυξέλλες μπορεί να λειτουργήσει κανονικά και δεν παραβιάζει το γερμανικό Σύνταγμα. Το Συνταγματικό Δικαστήριο της Καρλσρούης, διότι περί αυτού ο λόγος, ετοιμάζεται να παίξει για άλλη μία φορά τον δικό του ιδιαίτερο ρόλο. Η απόφαση των δικαστών με τις ερυθρές τηβέννους, ακόμη και αν δεν είναι αρνητική, θα μπορούσε να καθορίσει όχι μόνο το μέλλον μιας υγιούς ευρωζώνης, αλλά και τη θέση του Βερολίνου μέσα σε αυτήν – οδηγώντας ακόμη και σε διενέργεια δημοψηφίσματος για την αναθεώρηση του γερμανικού Συντάγματος ώστε να προχωρήσει η πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης.
Τι θα εξετάσει το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο την προσεχή Τετάρτη; Οι πέντε άνδρες και οι τρεις γυναίκες μέλη του καλούνται να απαντήσουν στο ερώτημα αν ο ESM, εφόσον λειτουργήσει, δεν παραβιάζει το «Grundgesetz», τον «Βασικό Νόμο», όπως ονομάζεται τυπικά το γερμανικό Σύνταγμα. Οσοι προσέφυγαν στο Δικαστήριο (κατατέθηκαν περίπου 12.000 αγωγές από ακαδημαϊκούς, στελέχη του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος της Μέρκελ, το αριστερό κόμμα Die Linke καθώς και μέλη του κινήματος «Περισσότερη Δημοκρατία») θεωρούν ότι τόσο ο ESM όσο και το Δημοσιονομικό Σύμφωνο, επί του οποίου επίσης θα αποφανθούν οι δικαστές της Καρλσρούης, αποτελούν όργανα που μπορούν να υποσκάψουν την εθνική κυριαρχία, τον ρόλο της Μπούντεσταγκ στις αποφάσεις επί του προϋπολογισμού και τη δημοκρατία στη Γερμανία μέσω της μεταφοράς αρμοδιοτήτων στις Βρυξέλλες.
Τον περασμένο Ιούλιο τόσο η καγκελάριος Μέρκελ όσο και ο υπουργός ΟικονομικώνΒόλφγκανγκ Σόιμπλε είχαν προσπαθήσει, κυρίως με δημόσιες δηλώσεις, να περάσουν στους δικαστές το μήνυμα ότι η απόφασή τους πρέπει να ληφθεί το ταχύτερο δυνατόν. Σύμφωνα με δημοσιεύματα του γερμανικού Τύπου μάλιστα η Μέρκελ, που φημίζεται ότι είναι «τέρας ψυχραιμίας», φέρεται να είπε σε μια κλειστή συνάντηση με στελέχη του κόμματός της για το Συνταγματικό Δικαστήριο: «Εχω φθάσει στα όριά μου». Ουσιαστικά η ένσταση της Μέρκελ είναι ότι η εμμονή των δικαστών να ενημερώνεται δημοσίως και για κάθε λεπτομέρεια η Μπούντεσταγκ πλήττει τη διαπραγματευτική τακτική της στις Βρυξέλλες. Και δεν απέχει πολύ από τη μνημειώδη αποστροφή ενός παλαιού σοσιαλδημοκράτη πολιτικού, του Χέρμπερτ Βένερ: «Δεν θα αφήσουμε τους μ…ς της Καρλσρούης να καταστρέψουν τις πολιτικές μας».
Εκείνοι ακολούθησαν άλλη οδό και ζήτησαν δύο μήνες για να αποφανθούν. Από τότε ως τώρα μάλιστα η κατάσταση έχει γίνει πιο περίπλοκη. Και αυτό διότι οι αρμοδιότητες του ESM πρόκειται να ενισχυθούν, βάσει και των αποφάσεων της Συνόδου Κορυφής του περασμένου Ιουνίου, άρα μια εμπλοκή ίσως ήταν καταστροφική. Ο μηχανισμός δεν θα αφορά πλέον μόνο τη διάσωση προβληματικών οικονομιών (όπως αυτή της Ελλάδας). Πρόκειται επίσης να αποκτήσει τη δυνατότητα να ανακεφαλαιοποιεί απευθείας τις προβληματικές τράπεζες, σε μια προσπάθεια να αποφευχθεί η υπερβολική επιβάρυνση του δημοσίου χρέους μιας χώρας με πιστωτικό τομέα σε κίνδυνο. Τόσο οι Γερμανοί όσο και άλλοι (Ιταλοί, Ισπανοί) δεν θέλουν να ακούσουν ένα «nein» από την Καρλσρούη. Και στο βάθος του ορίζοντα υπάρχει και το ενδεχόμενο ο ESM να αποτελέσει το θεμέλιο για μια πανευρωπαϊκή εγγύηση καταθέσεων. Η ελπίδα αυτή θα πεθάνει προτού καν ανθίσει με μια αρνητική απόφαση.
Σύμφωνα με πληροφορίες από το Βερολίνο, το Δικαστήριο δεν αναμένεται να βγάλει αρνητική απόφαση. Θα κινηθεί στην αγαπημένη του γραμμή «ναι μεν, αλλά…». Και σε αυτό το «αλλά» θα κρύβεται το μυστικό. Η κρίσιμη ερώτηση είναι πόσο θέλει να το τραβήξει το Δικαστήριο ώστε να δέσει τα χέρια της καγκελαρίου αλλά και της Μπούντεσταγκ στα επόμενα βήματα προς μια στενότερη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Ποιες ενδιάμεσες επιλογές υπάρχουν; Σύμφωνα με γερμανικές πηγές, οι δικαστές ίσως τονίσουν ότι πρέπει να ενισχυθεί η αρμοδιότητα της Μπούντεσταγκ στα θέματα του ESM και ο συνδυασμός της συμμετοχής της Γερμανίας στον μηχανισμό με τον σεβασμό των όρων του Δημοσιονομικού Συμφώνου από την υπόλοιπη ευρωζώνη. Δεν αποκλείεται επίσης το σενάριο να εμπλέξουν και την Ανω Βουλή (Μπούντεσρατ), όπου εκπροσωπούνται τα κρατίδια, στις αποφάσεις για τον μηχανισμό. Στο παρασκήνιο ακούγεται επίσης η ιδέα να δοθεί στον πρόεδρο της Γερμανίας το δικαίωμα της επιφύλαξης όταν το Βερολίνο επικυρώσει τη Συνθήκη για τον ESM. Ο φόβος είναι ότι μελλοντικά ορισμένα μέλη του ESM δεν θα μπορούν να καταβάλλουν την εισφορά τους σε αυτόν και η Γερμανία θα βρεθεί εκτεθειμένη.
Η γερμανική εθνική κυριαρχία
Η απόφαση για τη Λισαβόνα και το σενάριο του δημοψηφίσματος
Η απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου θα κινηθεί, κατά τους γνωρίζοντες, στην πεπατημένη εκείνης που το Συνταγματικό Δικαστήριο έλαβε για τη Συνθήκη της Λισαβόνας το 2009 και την οποία ουσιαστικά επανέλαβε και το 2011 σχετικά με το πρώτο πακέτο διάσωσης για την Ελλάδα. Η απάντηση που έδωσαν οι δικαστές για τη Λισαβόνα είναι σε γενικές γραμμές η εξής: η πρωτοκαθεδρία του ευρωπαϊκού δικαίου δεν θα ξεπερνά τα όρια που θέτει το γερμανικό Σύνταγμα και συμφωνεί η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία. Οσοι τους άσκησαν κριτική για εκείνη την απόφαση έλεγαν όμως ότι ακόμη και στο προοίμιο του γερμανικού Συντάγματος υπάρχει πρόβλεψη για μία «ενωμένη Ευρώπη».
Το σκεπτικό των δικαστών ήταν πάντως σαφές. Η γερμανική εθνική κυριαρχία δεν μπορεί να παρεμποδίζεται στην άσκησή της από το Κοινοτικό Δίκαιο. Οι δικαστές εξέφρασαν σοβαρότατες επιφυλάξεις για τον δημοκρατικό έλεγχο που ασκεί επί των κοινοτικών αποφάσεων το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, καθώς για τα μέλη του δεν ισχύει ο κανόνας «κάθε άτομο, μία ψήφος». Για τον λόγο αυτόν έκριναν ότι πρέπει να ενισχυθεί ο ρόλος του Κοινοβουλίου στον έλεγχο των ευρωπαϊκών αποφάσεων, ιδιαίτερα από τη στιγμή που διακινδυνεύονται και χρήματα των γερμανών φορολογουμένων στα πακέτα διάσωσης (ειδικά της Ελλάδας).
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που το τελευταίο διάστημα έχουν αρχίσει και ενισχύονται οι φωνές στη Γερμανία περί της ανάγκης προσφυγής σε δημοψήφισμα με το ερώτημα της αναθεώρησης του Συντάγματος. Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, που παρά την άτεγκτη στάση του σε πολλά θέματα είναι γνωστό ότι τυγχάνει ένθερμος υποστηρικτής της στενότερης ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (υπήρξε άλλωστε συγγραφέας, μαζί με τονΚαρλ Λάμερς, του περίφημου κειμένου που καλούσε σε μια «Ευρώπη δύο ταχυτήτων», το 1994), είχε δηλώσει προσφάτως στο «Spiegel» ότι ένα τέτοιο δημοψήφισμα «θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι θα φανταζόμουν πριν από λίγους μήνες».
Η ιδέα του δημοψηφίσματος στη Γερμανία αποτελεί (ή μήπως αποτελούσε;) ανάθεμα για το πολιτικό κατεστημένο. Ο φόβος υπονόμευσης της δημοκρατίας, όπως συνέβη με τον ναζισμό τη δεκαετία του 1930, παραμένει και ήταν ένας από τους λόγους της ίδρυσης του Συνταγματικού Δικαστηρίου το 1951 (αν και ακόμη και ο Κόνραντ Αντενάουερ είχε εκνευριστεί μαζί του). Ισως όμως να μην απομένει άλλος δρόμος εφόσον το Βερολίνο αποφασίσει ότι η διάσωση της ευρωζώνης περνάει μέσα από την εκχώρηση περισσότερων αρμοδιοτήτων, όπως η αυστηρή επίβλεψη των κρατικών προϋπολογισμών, στους κοινοτικούς θεσμούς. Η επόμενη εκλογική αναμέτρηση θα κριθεί άλλωστε, όπως όλα δείχνουν, γύρω από το μέλλον της ΕΕ και τη θέση της Γερμανίας σε αυτήν.
Μια σημαντική λεπτομέρεια είναι η ακόλουθη. Ο Αντρέας Βόσκιλε, πρόεδρος του Δικαστηρίου και επικεφαλής του τμήματος που είναι αρμόδιο για τις αποφάσεις που αφορούν ευρωπαϊκά ζητήματα, σε σχετικά πρόσφατη συνέντευξή του στη «Frankfurter Allgemeine Zeitung» τόνισε ότι τα περιθώρια εκχώρησης περισσότερων αρμοδιοτήτων από την Μπούντεσταγκ στην ΕΕ έχουν σχεδόν εξαντληθεί: «Αν εκρίνετο σκόπιμο να περάσουμε αυτό το όριο – που μπορεί να είναι πολιτικά επιθυμητό και αποδεκτό – τότε η Γερμανία χρειάζεται καινούργιο Σύνταγμα. Απαραίτητο γι’ αυτό θα ήταν ένα δημοψήφισμα».