Δικαίωσε πλήρως τις εφημερίδες «Θεσσαλονίκη» και «Μακεδονία» το Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης με τις δύο αποφάσεις τις οποίες εξέδωσε (11104/2013 και 13647/2013) απορρίπτοντας ισάριθμες αγωγές τις οποίες κατέθεσαν από κοινού ο πρύτανης και ο αντιπρύτανης του ΑΠΘ.
Με τις δύο αποφάσεις του το δικαστήριο απέρριψε ως... αβάσιμες τις αγωγές για συκοφαντική δυσφήμιση και εξύβριση τις οποίες είχαν καταθέσει σε βάρος των δύο εφημερίδων οι κ. Γιάννης Μυλόπουλος και Γιάννης Παντής, ζητώντας να τους καταβληθεί ως αποζημίωση το ποσόν του ενός εκατομμυρίου ευρώ. Παράλληλα τους καταδίκασε στην καταβολή των δικαστικών εξόδων ύψους συνολικά 5.000 ευρώ.
Στο σκεπτικό των δύο δικαστικών αποφάσεων διατυπώνονται κρίσεις, ιδιαιτέρως σημαντικές για το ρόλο του Τύπου και της ενδελεχούς δημοσιογραφικής έρευνας ειδικότερα. Συγκεκριμένα, στο σκεπτικό του δικαστηρίου αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι «η ελευθερία του Τύπου προσφέρει στην κοινή γνώμη έναν από τους καλύτερους τρόπους για να γνωρίσει και να κρίνει», και πως «η ανεμπόδιστη λειτουργία του Τύπου εγγυάται την υγιή λειτουργία της δημοκρατίας, των δικαιωμάτων των πολιτών για πληροφόρηση και την ανεμπόδιστη διακίνηση των ιδεών».
Επί πλέον υπογραμμίζεται ότι «η ελευθεροτυπία και η ελεύθερη δημοσιογραφία μέσα στα πλαίσια της συνταγματικά κατοχυρωμένης ελευθερίας του Τύπου εμφανίζεται ως ελεύθερη έκφραση στοχασμών, ως αδέσμευτη δημοσιογραφία και ως έντυπη άσκηση κριτικής και ελέγχου των δημοσίων προσώπων και πραγμάτων». Το δικαστήριο σημειώνει επίσης ότι «τα όρια της ανεκτής κριτικής ενός πολιτικού προσώπου είναι ευρύτερα από αυτά ενός κοινού ανθρώπου.
Σε αντίθεση με τον δεύτερο ο πρώτος εκτίθεται συνειδητά και αναπόφευκτα σε έναν ενδελεχή έλεγχο των πράξεων, των δηλώσεων και των ιδεών του, τόσο από τους δημοσιογράφους, όσο και από τους πολίτες και συνεπώς οφείλει να επιδεικνύει μεγαλύτερη ανοχή. Αυτή η αρχή δεν εφαρμόζεται μόνον στην περίπτωση των πολιτικών αλλά γενικότερα αφορά κάθε πρόσωπο το οποίο έχει μια δημόσια προσωπικότητα και αυτό κρίνεται από τις πράξεις του ή τις απόψεις του στη σφαίρα του πολιτικού στίβου».
1η αγωγή: το ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη
Η πρώτη αγωγή των κ. Μυλόπουλου και Παντή αφορούσε δημοσιεύματα της στήλης «Σαλονικιός» της εφημερίδας «Θεσσαλονίκη» στα οποία απεκαλύφθη το περίφημο ταξίδι των εναγόντων καθώς και άλλων μελών των πρυτανικών αρχών οι οποίοι μετέβησαν στην Κωνσταντινούπολη για το γάμο της γραμματέως του πρύτανη, εξόδοις του ΑΠΘ. Όπως είχε αποκαλύψει η «Θ» οι ενάγοντες μετέβησαν στην Κωνσταντινούπολη για τον γάμο συνεργάτιδας του κ. πρύτανη ο οποίος ήταν και κουμπάρος, χρεώνοντας τα έξοδα μετακίνησης στο πανεπιστήμιο, στους κωδικούς διαφόρων, άσχετων με το ταξίδι, ερευνητικών προγραμμάτων.
Στην αγωγή τους οι ενάγοντες είχαν ισχυριστεί ότι μετέβησαν στην Κωνσταντινούπολη προκειμένου, πέραν του γάμου, να συμμετάσχουν σε συναντήσεις με στελέχη του πατριαρχείου στο πλαίσιο του έργου για την αναστήλωση της θεολογικής σχολής της Χάλκης το οποίο είχε αναλάβει το ΑΠΘ. Ωστόσο το δικαστήριο, με την υπ’ αρ. 13647/2013 απόφασή του απεφάνθη πως όλα όσα αναφέρονταν στο επίμαχο δημοσίευμα «ήταν απολύτως αληθή». Συγκεκριμένα δέχεται πως απεδείχθη ότι «στις 19 Μαΐου 2012 τελέστηκε στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως ο γάμος της γραμματέως του πρύτανη…» και ότι «τα έξοδα μετακίνησής τους από και προς την Κωνσταντινούπολη επιβάρυναν οικονομικά τα προγράμματα του ΑΠΘ…».
Αναφέρει επίσης στην απόφασή του το δικαστήριο ότι στην ανακοίνωση της Συγκλήτου η οποία εξεδόθη σε απάντηση του δημοσιεύματος «ουδόλως επιβεβαιώνονται ή διαψεύδονται τα αποδειχθέντα σχετιζόμενα με το γάμο αληθή περιστατικά». Σημειώνει το δικαστήριο πως η Σύγκλητος αποφεύγει να επιβεβαιώσει τον ισχυρισμό των εναγόντων ότι τα έξοδα μετάβασης χρεώθηκαν σε προγράμματα, άσχετα με το έργο της Χάλκης επειδή είχε δήθεν εξαντληθεί το προϋπολογισθέν ποσόν των 160.000 ευρώ για το συγκεκριμένο έργο.
Ταξίδεψαν εν κρυπτώ
Σχετικά με την εν κρυπτώ μετάβαση των πρυτανικών αρχών στην Κωνσταντινούπολη το δικαστήριο σημειώνει ότι «ομοίως αποδείχθηκε αληθές και το γεγονός ότι ούτε πριν ούτε και μετά το ταξίδι εξεδόθη η παραμικρή ανακοίνωση για τις προγραμματισμένες κατά τις αιτιάσεις των εναγόντων, συναντήσεις που έγιναν» για τη Χάλκη. Η απουσία οποιασδήποτε δημοσιοποίησης του ταξιδίου της ηγεσίας του ΑΠΘ προκαλεί εντύπωση στο δικαστήριο δεδομένου, όπως επισημαίνει, ότι «σε αυτές τις φερόμενες ως επίσημα προγραμματισμένες συναντήσεις επρόκειτο να μετέχουν, όχι τα απλά μέλη της ομάδας εκπόνησης του έργου που απαρτίζεται από πλήθος φοιτητών και καθηγητών διαφόρων ειδικοτήτων, αλλά η ηγεσία της πρυτανικής αρχής και μέλη του πρυτανικού συμβουλίου…».
Βάσει των ανωτέρω το δικαστήριο έκρινε πως τα δημοσιεύματα εντάσσονται «απολύτως εντός των ανεκτά επιτρεπομένων ορίων της δημοσιογραφικής δεοντολογίας αλλά και της καθ’ όλα θεμιτής έκφρασης της ελευθερίας του Τύπου». Στην απόφασή του το δικαστήριο αποφαίνεται ότι «ως εκ τούτου το ύφος και οι εκφράσεις που χαρακτηρίζουν το σύνολο των επίδικων δημοσιευμάτων, που με δυσκολία εμπίπτουν ακόμη και στην έννοια του δριμέος δημοσιογραφικού ύφους, σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν εξυβριστικό τρόπο εκδήλωσης, απαξιωτικών για την τιμή και την υπόληψη των εναγόντων ισχυρισμών, αλλά καθ’ όλα αποδεκτά χρησιμοποιήθηκαν προς έλεγχο της ηθικής απαξίας των πράξεων ή παραλείψεών τους».
Συμπερασματικά, αναφέρεται στην απόφαση: «Επομένως, συνοψίζοντας τα παραπάνω, ενόψει του ότι αποδείχθηκε ότι τα γεγονότα που περιέγραφαν οι αναλυτικά προαναφερόμενες περικοπές των επίδικων δημοσιευμάτων, δεν ήταν ψευδή, δεν μπορεί να γίνει λόγος για συκοφαντική δυσφήμιση…». Και η απόφαση καταλήγει: «Κατ’ ακολουθίαν, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και να καταδικαστούν οι ενάγοντες λόγω της ήττας τους στα δικαστικά έξοδα των εναγομένων».
2η αγωγή: Τα παχυλά επιμίσθια σε εαυτούς και ημετέρους
Η δεύτερη αγωγή των κ. Μυλόπουλου και Παντή αφορούσε δημοσίευμα της εφημερίδας «Θεσσαλονίκη» στο οποίο υπό τον τίτλο «Χουβαρνταλίκια με δημόσιο χρήμα» αποκαλύπτονταν οι διορισμοί «ημετέρων» του πρύτανη και του αντιπρύτανη, η χορηγία σε αυτούς σκανδαλωδών μπόνους πέραν του μισθού τους, όπως και η χορηγία ανάλογων σκανδαλωδών μπόνους και στους εαυτούς τους. Επί πλέον, στο ίδιο δημοσίευμα, αποκαλυπτόταν η κατασπατάληση των πόρων του ΑΠΘ μέσω του παραμάγαζου της Εταιρείας Αξιοποίησης της Περιουσίας του πανεπιστημίου με ανεξέλεγκτη κατασκευή έργων, μέσω απ’ ευθείας αναθέσεων που είχε ως αποτέλεσμα τον σχεδόν εκμηδενισμό του αποθεματικού του.
Επί όλων αυτών το πολυμελές πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης με την υπ’ αρ. 11104/2013 απόφασή του απεφάνθη μεταξύ άλλων ότι πράγματι:
• Τα αποθεματικά της Εταιρείας Αξιοποίησης της Περιουσίας του ΑΠΘ, κατά τη θητεία των κ. Μυλόπουλου και Παντή, μειώθηκαν από τα 13 εκατ. που είχαν παραλάβει όταν ανέλαβαν τον Σεπτέμβριο του 2010 σε μόλις 1 εκατ. ευρώ στις αρχές του 2013. Δηλαδή, σε διάστημα περίπου δύο ετών σπατάλησαν 12 εκατ. ευρώ.
• Από τα χρήματα αυτά πολλά διατέθηκαν σε διάφορα έργα τα οποία ανατέθηκαν χωρίς προκηρύξεις ή διαγωνισμούς «παρά υλοποιήθηκαν από το πανεπιστήμιο και εκ των υστέρων εγκρίθηκαν από τη Σύγκλητο».
• «Αποδείχθηκε ότι διατέθηκε το ποσό των 29.348 ευρώ για την, μεταξύ άλλων, ανακαίνιση τουαλετών στον 7ο όροφο του κτιρίου όπου βρίσκεται το γραφείο του πρύτανη».
• Επίσης, διατέθηκε το ποσό των 430.189 ευρώ με κωδικό «σχεδιασμός και εσωτερικός κανονισμός της Εταιρείας» ο οποίος, όπως απεδείχθη αφορούσε μισθοδοσία 90 εργαζομένων.
• «Οι ενάγοντες προέβησαν σε μετακινήσεις υπαλλήλων της εμπιστοσύνης τους που εργάζονταν σε άλλες υπηρεσίες, στο γραφείο της πρυτανείας και αντιπρυτανείας και ελάμβαναν έκτοτε, πέραν του μισθού τους, μηνιαίο πρόσθετο επιμίσθιο. Σε αυτούς ανήκει, μάλιστα και ο μάρτυρας τον οποίο έφεραν στο δικαστήριο οι κ. Μυλόπουλος και Παντής ο οποίος, όπως ομολόγησε, λαμβάνει μηνιαίο επιμίσθιο ύψους 1.352 ευρώ, πέραν βεβαίως του μισθού του!
Εισπράττουν ακόμη
• Τέλος, στο δικαστήριο απεδείχθη ότι οι ενάγοντες κ. Μυλόπουλος και Παντής «μετά την ανάληψη των καθηκόντων τους λαμβάνουν οι ίδιοι ως επιμίσθιο το ποσό των 1.500 ευρώ μηνιαίως». Στην απόφαση σημειώνεται πως «οι προηγούμενες διοικήσεις του ιδρύματος λάμβαναν ως μηνιαίο επιμίσθιο το ποσό των 300 ευρώ». Υπογραμμίζεται, επίσης, ότι η δαπάνη των επιμισθίων των κ. Μυλόπουλου και Παντή «εγκρίθηκε από τη Σύγκλητο του ιδρύματος έξι μήνες μετά». Επίσης, στην απόφασή του το δικαστήριο παρατηρεί ότι «παρά τις εκτενείς αναφορές σε δημοσιεύματα του Τύπου για τα επιμίσθια αυτά, τα οποία οδήγησαν στην παραίτηση από την είσπραξή τους τις αντιπρυτάνεις Σοφία Κουΐδου και Δέσπω Λιάλιου, οι ενάγοντες (σ.σ. οι κ. Μυλόπουλος και Παντής) συνεχίζουν να τα λαμβάνουν έως σήμερα».
Κατόπιν όλων των ανωτέρω το δικαστήριο συμπεραίνει πως «όσα εκτίθενται στο επίμαχο δημοσίευμα περί: ‘υψηλών δαπανών με δημόσια επιχορήγηση, μετακίνησης έμπιστων προσώπων, υψηλών επιμισθίων των εναγόντων, εξάντλησης των λιγοστών οικονομικών αποθεμάτων, προσφορών οικονομικών μπόνους σε επιλεγμένους υπαλλήλους, απ’ ευθείας αναθέσεων των έργων και ανυπαρξία ελέγχων σκοπιμότητας αυτών από τη Δημόσια Διοίκηση’ είναι αληθή».
Κατά την κρίση του δικαστηρίου, όπως αναφέρεται στην απόφαση, το επίμαχο δημοσίευμα έγινε «με αποκλειστικό σκοπό την πληροφόρηση και ενημέρωση του κοινού, με δυσμενείς έστω για τους ενάγοντες εκφράσεις, αλλά χωρίς παραμόρφωση του υλικού που συνιστούσε την είδηση». Στην ίδια απόφαση αναφέρεται πως όλα τα αναφερθέντα στο δημοσίευμα «συνιστούν δριμύ δημοσιογραφικό ύφος και όχι εξυβριστικό τρόπο εκδήλωσης και συγχωρητώς χρησιμοποιούνται προς έλεγχο της ηθικής απαξίας πράξεων ή παραλείψεων των εναγόντων».
«Κατόπιν όλων αυτών», καταλήγει η απόφαση, «αφού έγινε δεκτή η σχετική ένσταση των εναγομένων, θα πρέπει η αγωγή να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσία. Τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων θα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εναγόντων λόγω της ήττας τους…».
Πηγή: Εφημερίδα Μακεδονία