Σε σάκο του μποξ έχουν μετατραπεί οι γιατροί των δημόσιων νοσοκομείων, επάνω στους οποίους ξεσπούν οι συγγενείς των ασθενών την αγανάκτηση, την πίεση, την ταλαιπωρία τους στο σύστημα δημόσιας υγείας, με τα επείγοντα των νοσοκομείων να γίνονται ...στις εφημερίες… ρινγκ για γερά νεύρα.
Τα στοιχεία μελέτης που εκπόνησε το Τμήμα Γενικής Ιατρικής της Δυτικής Ελλάδας –και η οποία μάλιστα έλαβε το πρώτο βραβείο στο Παγκόσμιο Συνέδριο Γενικής και Οικογενειακής Ιατρικής τον περασμένο μήνα στην Πράγα- είναι αποκαλυπτικά για τις διαστάσεις του φαινομένου στα δημόσια νοσοκομεία. Μόνον ένας στους τρεις επαγγελματίες υγείας αισθάνεται ασφαλής στον υπερφορτωμένο λόγω και της κρίσης εργασιακό του χώρο.
«Σε μια περίοδο συλλογικής και προσωπικής οικονομικής στενότητας, με αυξημένο φορτίο ασθενών των νοσοκομείων λόγω της κρίσεως και σε μια περίοδο που η χώρα “αιμορραγεί” επιστημονικό προσωπικό σε χώρες του εξωτερικού, οι επαγγελματίες υγείας που έχουν απομείνει και αντέχουν, έχουν να αντιμετωπίσουν ένα ακόμη μεγάλο πρόβλημα στο χώρο εργασίας τους, τη βία» διαπιστώνει ο επιστημονικά υπεύθυνος της έρευνας, Διευθυντής Γενικής Ιατρικής, κ. Γιώργος Μαντζουράνης.
Ειδικότερα, οκτώ στους δέκα γιατρούς του ΕΣΥ υφίστανται βία λεκτική στον εργασιακό τους χώρο ενώ ποσοστό 22% δήλωσε ότι έχει υποστεί και σωματική βία, από σπρώξιμο μέχρι γρονθοκόπημα. Επίσης, ένας στους πέντε εργαζόμενους, ιδίως γυναίκες, αναφέρει και βία με χαρακτηριστικά σεξουαλικής παρενόχλησης. Ο συνήθης τόπος του «εγκλήματος» είναι τα Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών όπου καταγράφεται η πλειοψηφία των περιστατικών, κυρίως από συνοδούς ασθενών (80%), από τους ίδιους τους ασθενείς (52%) αλλά ακόμη και από εργαζόμενους του νοσοκομείου (31%).
Όσον αφορά στο τι προκαλεί τα περιστατικά βίας, οι εργαζόμενοι του υγειονομικού χώρου εντόπισαν τις αιτίες κυρίως στο μεγάλο χρόνο αναμονής στα Επείγοντα (83%), στο αυξημένο στρες συνοδών και ασθενών (69%) και φυσικά στην έλλειψη επαρκούς προσωπικού (62%). Ως πιθανά μέτρα αντιμετώπισης πρότειναν τον έλεγχο εισόδου με παραμονή στους υγειονομικούς χώρους μόνο των απαραίτητων ατόμων (72%), την ενίσχυση του προσωπικού ασφαλείας (63%) και την επάρκεια του υγειονομικού προσωπικού, ώστε να παρέχονται καλύτερες και πιο γρήγορες υπηρεσίες (61%).
Λεκτική ή σωματική, η βία πάντως αφήνει έντονα τα σημάδια της επάνω στους εργαζόμενους της υγείας, με την πλειονότητα των θυμάτων να «λυγίζει» από τις επιπτώσεις της: το 77% του δείγματος δηλώνει ότι βιώνει απογοήτευση, στρες, θυμό, απώλεια της ικανοποίησης από την εργασία και επιθυμία για αλλαγή εργασιακού περιβάλλοντος. Η έρευνα ανέδειξε αδυναμίες στη διαχείριση του περιστατικού από όλες τις πλευρές. Άλλοι εργαζόμενοι ανταπάντησαν (46%), άλλοι κάλεσαν την ασφάλεια (43%) και άλλοι αγνόησαν το περιστατικό (23%). Επιπλέον, παρότι πάνω από τα μισά θύματα (54%) ανέφεραν το περιστατικό στις αρχές του νοσοκομείου, στο 90% δεν υπήρξε κάποια αντίδραση από αυτές.
«Απειλείται όχι μόνο η ποιότητα ζωής και η ποιότητα της εργασίας ολόκληρου του υγειονομικού προσωπικού (γιατρών, νοσηλευτών, διοικητικών υπαλλήλων) αλλά και η ποιότητα στην περίθαλψη των πολιτών» διαπιστώνουν οι συντάκτες της μελέτης και ζητούν να σχεδιαστεί ένας μηχανισμός δράσης και αντιμετώπισης τέτοιων φαινομένων.
Το δείγμα της έρευνας με θέμα «Incidence of work placε violence and perception of safety in a greek university hospital» ήταν 355 εργαζόμενοι (γιατροί, νοσηλευτές, τραυματιοφορείς, διοικητικοί κλπ) των υγειονομικών μονάδων του νομού Αχαΐας. Οι συντάκτες ήταν οι εξής: Β.Μπαμπαλή, Ε.Φαφλιώρα, Ι.Χριστοπούλου, Χ.Σαμπαζιώτη, Δ.Λιάνα, Γ.Ζάρλα, Ι.Λέντζα και Γ. Μαντζουράνης.