Του Τάσου Τασιούλα
Ακυρώθηκε στην πράξη του ο νόμος για τη λειτουργία των εμπορικών καταστημάτων τις Κυριακές στη Θεσσαλονίκη. Ο νόμος ναρκοθετήθηκε από ...την αγορά, δηλαδή τους ίδιους τους εμπόρους και τους υπαλλήλους τους, αλλά κι από τους τοπικούς φορείς, οι οποίοι φαίνεται ότι δεν πίστευαν ούτε σε αυτά που διακήρυτταν.
Είναι προφανές ότι δεν υπάρχει καμιά πολιτική συνείδηση στους τοπικούς φορείς. Απλώς στις περισσότερες των περιπτώσεων ντύνονται έναν μανδύα για να μπορέσουν να ενταχθούν σε ένα κόμμα και στη συνέχεια λειτουργούν σαν πλαστελίνες. Προσαρμόζουν ακόμη και θεμελιώδεις αρχές της πολιτικής φιλοσοφίας τους κατά το δοκούν χρησιμοποιώντας πάντοτε το πρόσχημα της ιδιαιτερότητας.
Έτσι κι αλλιώς έχουμε όλοι συνειδητοποιήσει ότι η Θεσσαλονίκη είναι ΠΟΜΕΑ (Πόλη Με Ειδικές Ανάγκες). Εξάλλου, οι πιο τολμηροί το έχουν ξεστομίσει χωρίς κανέναν ενδοιασμό. Αυτό που ενδιαφέρει πολίτες και πολιτικούς, φορείς και αρμόδιους σ’ αυτήν την πόλη είναι το παρόν και μόνον αυτό.
Κανένας σχεδιασμός για το μέλλον. Μεγάλη προθυμία να μην εφαρμόσουμε κάποια ριζοσπαστική τομή μόνο και μόνο για να μην ξεβολευτούν οι δυνάμεις της οπισθοδρόμησης και της στασιμότητας. Μια εξήγηση γιατί η πόλη είναι σε διαρκή ακινησία.
Η απόφαση (χρειαζόταν για να μην εφαρμοστεί στην ουσία του ο νόμος) της αντιπεριφέρειας Θεσσαλονίκης να ανοίξουν τα καταστήματα μόλις τρεις επιπλέον Κυριακές το χρόνο, δεν έχει καμιά σχέση με την ουσία του μέτρου που νομοθέτησε η κυβέρνηση.
Στο φινάλε το ήθελαν οι καταστηματάρχες και οι υπάλληλοί τους, οπότε εμάς δεν πρέπει να μας πέφτει και λόγος… Εκείνο που ενοχλεί είναι τα μασκαριλίκια της διαβούλευσης, κατά την οποία πολλοί επιχείρησαν να εμφανίσουν το μέτρο ως παρέμβαση για την αύξηση του τζίρου των καταστημάτων, για την αύξηση της κατανάλωσης, για την εξυπηρέτηση των πολιτών, για την προσέλκυση τουρισμού, για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της πόλης και της οικονομίας της στο βαλκανικό περίγυρο…
Οι μάσκες έπεσαν κι αν η Πολιτεία δεν είχε θεσμοθετήσει τις επτά Κυριακές που θα είναι υποχρεωτικά ανοιχτά τα καταστήματα πάω στοίχημα ότι στη Θεσσαλονίκη δε θα επιλέγαμε ούτε 10 Κυριακές για… ξεκάρφωμα.
Δε χρειαζόταν καμιά απόφαση, καμιά διαβούλευση και φυσικά κανένας νόμος για να ανοίξουν σε μια τοπική οικονομία τα καταστήματα τρεις επιπλέον Κυριακές. Τη μία (τελευταία του έτους) την είχαμε υιοθετήσει ατύπως. Τις άλλες δυο κοντέψαμε (αν δεν υπήρχαν κάποιες στείρες αντιδράσεις και αντί η απόφαση να ληφθεί την τελευταία στιγμή και υπό συνθήκες πίεσης είχε ληφθεί νωρίτερα θα είχε γίνει πράξη) να τις εφαρμόσουμε και στη φετινή ΔΕΘ. Τόσος ντόρος για να θεσπιστεί ένα δήθεν μέτρο, που θα μπορούσε με μια συμφωνία κυρίων και με λίγη καλή θέληση να υλοποιηθεί, δε δικαιολογείται.
Απλώς, η φασαρία έγινε επειδή αν εφαρμοζόταν ο νόμος κανονικά, δηλαδή με ικανοποιητικό αριθμό Κυριακών με ανοιχτά εμπορικά, θα είχε γίνει μια τομή, μια αλλαγή (θετική ή αρνητική θα το βλέπαμε στην πράξη). Στις αλλαγές όμως είμαστε αλλεργικοί στη Θεσσαλονίκη. Είπαμε, χάνουν κάποιοι τη βόλεψή τους. Μπροστά σ’ αυτό το… ιερό διακύβευμα οι τοπικοί φορείς δεν έχουν το ανάστημα να υποστηρίξουν ούτε καν τα πιστεύω τους. Στη Θεσσαλονίκη λοιπόν τα καταστήματα δεν είναι ανοιχτά τις Κυριακές. Το εμπεδώσαμε. Πάμε σαν άλλοτε.
Με τέτοιες λογικές όμως η πόλη αυτή δεν πρόκειται ποτέ να πάει μπροστά. Αν λειτουργούμε σαν πλαστελίνες και μεταμορφωνόμαστε συνεχώς σε ό,τι επιθυμούν ομαδούλες συμφερόντων, το μέλλον είναι συγκεκριμένο: ακινησία και στασιμότητα. Εκτιμώ τη στάση των εκπροσώπων των εργαζομένων που αποδείχτηκαν συνεπείς και ως προς τα πιστεύω τους και ως προς τη φιλοσοφία τους. Οι έμποροι μάλλον από σπόντα βρέθηκαν στην αγορά και την καταραμένη ελεύθερη οικονομία. Άντε και σε κρατικοποίηση των εμπορικών, για να βρουν την υγειά τους.
Και δεν είναι οι Κυριακές το μοναδικό παράδειγμα που εκθέτει τους τοπικούς φορείς για την ανυπαρξία πλαισίου ανάπτυξης και οράματος για την πόλη. Υπάρχουν πολλά που καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχει κανένα σχέδιο και καμιά διάθεση συμφωνίας σε ένα σχέδιο προόδου της Θεσσαλονίκης. Μόνο διαχείριση της καθημερινότητας γίνεται και προσπάθεια ατελέσφορων συμβιβασμών, χωρίς κανένα νόημα. Μάλλον με ένα στόχο: το μικρότερο πολιτικό κόστος και τα ψηφαλάκια.
Αυτό είναι καλό μόνο για όσους πιστεύουν ότι δεν πρέπει να αλλάξει τίποτα και πως δεν έχει κανένα λόγο να εξελιχθεί η πόλη. Εύχομαι να μην είναι οι περισσότεροι.
Θυμηθείτε τα παραδείγματα της υποθαλάσσιας και της διαδόχου μίνι υποθαλάσσιας. Κανείς δε μιλάει γι’ αυτή. Θυμηθείτε τον εξωτερικό περιφερειακό δακτύλιο. Κανείς δε μιλάει γι’ αυτό. Θυμηθείτε τη γραμμική ενοποίηση των περιαστικών δασών και το διπλασιασμό της δασικής έκτασης πέριξ του πολεοδομικού συγκροτήματος. Κανείς δε μιλάει γι’ αυτό. Θυμηθείτε την ακυρωμένη μετεγκατάσταση της ΔΕΘ και το μητροπολιτικό πάρκο στο κέντρο της πόλης. Όλοι μιλούν γι’ αυτό (και τι λένε;).
Τι να πρωτοθυμηθώ… Καθένας σ’ αυτήν την πόλη έχει προσωπικές ιδέες, τις οποίες αν βρεθεί σε μια θέση ευθύνης τις εφαρμόζει (εκτός κι αν κάποιος εκπρόσωπος ομαδούλας του τραβήξει το αυτί). Αδιαφορεί εάν αυτό είναι για το καλό της πόλης και του κοινωνικού συνόλου. Αδιαφορεί να αποτελέσει μέρος ενός συνολικού σχεδίου ανάπτυξης. Αδιαφορεί εάν η ιδέα του συγκρούεται με την ιδέα ενός άλλου φορέα ή είναι μια αποσπασματική παρέμβαση. Μέχρι που υπήρχαν λεφτά αδιαφορούσαν αν υπάρχει και χρηματοδότηση! Αδιαφορεί εάν κάποιοι άλλοι έχουν δίκιο, ώστε να αναγνωρίσει το λάθος του και να αλλάξει ρότα. Κι αυτή η παπική απολυτότητα αποδεικνύεται καταστροφική για την πόλη. Ένα αγκάθι στην όποια προσπάθεια συνεννόησης και τελικά συμφωνίας σε ένα συγκεκριμένο σχέδιο ανάπτυξης και σύγχρονης λειτουργίας μιας Θεσσαλονίκης, που θέλει αλλά δε θα μπορέσει ποτέ να γίνει ανταγωνιστική ή αν θέλετε να ξαναποκτήσει την αίγλη του ονόματός της (για να μιλήσω στη γλώσσα όλων αυτών των υπερασπιστών του παρελθόντος και της στασιμότητας).