Στο στόχαστρο μπαίνουν οι διοικήσεις και οι μεγαλομέτοχοι των μεγάλων συστημικών τραπεζών από τους πανίσχυρους και ακριβοπληρωμένους από τα ίδια τα πιστωτικά ιδρύματα επιτρόπους-ελεγκτές, που διορίζονται σε περίπου δύο εβδομάδες από την τρόικα.
Οι επίτροποι θα είναι το «μάτι» και το «αυτί» της τρόικας, θα υπάγονται στην Κομισιόν, αλλά θα… καλοπληρώνονται από τις τράπεζες
Οι επίτροποι θα έχουν τη μορφή ....διεθνών ελεγκτικών εταιρειών ή συμβούλων επιχειρήσεων και ο έλεγχος που θα ασκούν θα είναι καθημερινός και ασφυκτικός για όλα τα τραπεζικά ζητήματα, διοικητικά ή στρατηγικά, μικρότερα ή μεγαλύτερα.
Επίτροπο θα έχει κάθε τράπεζα που έχει λάβει κρατικά κεφάλαια για τη στήριξή της, ανεξάρτητα από το αν έχει μείνει στον ιδιωτικό τομέα ή όχι. Δηλαδή, ανεξάρτητα από το εάν οι υφιστάμενοι μέτοχοι ή νέοι επενδυτές θα συμμετάσχουν στην αύξηση κεφαλαίου και καλύψουν το απαιτούμενο 10% των συνολικών κεφαλαιακών αναγκών.
Σύμφωνα με τις μέχρι τώρα πληροφορίες, η ελεγκτική εταιρεία της Εθνικής Τράπεζας θα είναι η Grant Thornton, της τράπεζας Πειραιώς η KPMG και της Alpha Bank η Lazard.
Τα κεντρικά κτίρια της Grant Thornton και της KPMG.
Οι επίτροποι θα είναι το «μάτι» και το «αυτί» των εκπροσώπων των πιστωτών μας. Και τυπικά υπάγονται στην Κομισιόν, αλλά θα πληρώνονται από τις ίδιες τις τράπεζες και μάλιστα με ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό. Εγκυρες πηγές αναφέρουν ότι ο ελεγκτής-επίτροπος θα λαμβάνει περί τα 800.000 ευρώ ετησίως.
Ο ελεγκτής-επίτροπος θα είναι η… σκιά της διοίκησης. Θα δίνει αναφορά, σε κάθε χρονική στιγμή, για το τι συμβαίνει στο παρόν, αλλά θα ελέγξει και το πώς έγινε η διακυβέρνηση των τραπεζών μέχρι την επανακεφαλαιοποίησή τους από τις υπάρχουσες διοικήσεις. Εφόσον αποδειχτεί ότι η διοίκηση μιας τράπεζας δεν γινόταν με χρηματοοικονομικά κριτήρια και υπήρχε σωρεία παραβάσεων, ο επίτροπος θα μπορεί να εισηγηθεί την απομάκρυνση της διοίκησης.
Η αναφορά των επιτρόπων θα είναι τριμηνιαία, με σκοπό την κατάρτιση μιας έκθεσης που θα αποστέλλεται στην τρόικα. Θα αναγράφεται λεπτομερώς το τι έγινε κατά τη διάρκεια του εν λόγω διαστήματος. Η έκθεση αυτή θα αξιολογείται εντός 15νθημέρου και τότε η τρόικα θα εγκρίνει τα πεπραγμένα ή θα κάνει συστάσεις που θα πρέπει να ακολουθηθούν από τη διοίκηση. Η Επιτροπή Εποπτείας δεν θα πρέπει να υποβάλει την τελική έκθεση στην ελληνική κυβέρνηση, στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας ή ακόμη και στην ίδια την τράπεζα πριν αυτή κατατεθεί στους εκπροσώπους της τριμερούς χρηματοδότησης.
Κάθε τρίμηνο
Εκτός από τις τριμηνιαίες εκθέσεις, οι επίτροποι έχουν την εξουσιοδότηση από την τρόικα να κάνουν αναφορά οποιαδήποτε στιγμή το θεωρήσουν αναγκαίο και για όποιο θέμα οι ίδιοι κρίνουν ότι θα πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα και διαφορετικά από τον τρόπο που κρίνει η διοίκηση.
Οι διοικήσεις των τραπεζών υποχρεούνται να θέσουν στη διάθεση των επιτρόπων πλήρη πρόσβαση στα βιβλία και τα στοιχεία, τα έγγραφα και κάθε τεχνική πληροφορία, η οποία είναι αναγκαία για να εκτελέσει τα καθήκοντά του. Θα έχουν μάλιστα γραφεία στην έδρα της τράπεζας που εποπτεύουν, προκειμένου να διευκολύνονται οι διαδικασίες ελέγχου.
Οι επίτροποι θα συνδιαμορφώσουν με το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας την πιστωτική πολιτική κάθε τράπεζας τρεις μήνες μετά τον διορισμό τους.
Οσον αφορά τα δάνεια που ήδη έχουν χορηγηθεί, ο έλεγχος των επιτρόπων-ελεγκτικών εταιρειών θα επικεντρωθεί σε εκείνα που έχουν δοθεί σε υπαλλήλους της τράπεζας, μετόχους, στελέχη του πιστωτικού ιδρύματος και στα συγγενικά πρόσωπα αυτών. Από εδώ και στο εξής, σύμφωνα με τις προσταγές της τρόικας, στις κατηγορίες αυτές θα χορηγούνται δάνεια με τους ίδιους όρους που χορηγούνται και στους υπόλοιπους δανειολήπτες.
Θα ελεγχθούν επίσης από τις εν λόγω εταιρείες όλα τα δάνεια που δόθηκαν προς τα πολιτικά κόμματα, καθώς και οι εξασφαλίσεις που συνόδευαν αυτά τα δάνεια. Εκτός από την ποιότητα των δανείων αυτών, θα ελεγχθεί και η ποσότητα. Δηλαδή, ο ρυθμός της αύξησης των χορηγήσεων των προαναφερόμενων κατηγοριών σε σχέση με τον γενικότερο ρυθμό.
Τα δάνεια που πήραν οι δημόσιοι οργανισμοί και επιχειρήσεις από τις ελληνικές τράπεζες θα βρεθούν για ακόμη μία φορά κάτω από τον έλεγχο των επιτρόπων, για τα οποία η τρόικα θα αποφασίσει αν θα αναγκάσει τις τράπεζες να τα διαγράψουν εξ ολοκλήρου ή μέρος αυτών, παρά το γεγονός ότι η Τράπεζα της Ελλάδος τα συμπεριέλαβε στην τελευταία της μελέτη και μέρος αυτών συνυπολογίστηκαν στις κεφαλαιακές ανάγκες.
Οι επίτροποι θα παρακολουθούν στενά τον πιστωτικό κίνδυνο και κατά πόσο η πολιτική χορηγήσεων εναρμονίζεται με το κόστος άντλησης ρευστότητας. Οσον αφορά το παρελθόν, οι ελεγκτές θα πρέπει να ενημερώσουν την τρόικα για την πολιτική ρυθμίσεων και διαγραφών όλων των δανείων που έχουν ήδη χορηγηθεί από τις μεγάλες τράπεζες. Θα επιχειρηθεί, δηλαδή, η εκτίμηση των πραγματικών ζημιών από καθυστερούμενα δάνεια άνω των 90 ημερών, για το σύνολο των δανειακών χαρτοφυλακίων των τραπεζών. Επιπλέον, οι ελεγκτές θα διαπιστώσουν αν τα δάνεια που έχουν διαγραφεί κατά το παρελθόν έπρεπε όντως να διαγραφούν και τι πολιτικές ακολουθήθηκαν.
Τα διοικητικά έξοδα, καθώς και τα έξοδα προώθησης των προϊόντων και διαφήμισης των τραπεζών θα μπουν στο στόχαστρο των επιτρόπων και θα αντιμετωπιστούν εκ νέου με τη σύμφωνη γνώμη της τρόικας, αφού αυτή ενημερωθεί από τους επιτρόπους.
Η πολιτική των αμοιβών θα είναι ιδιαίτερα αυστηρή για όλο το φάσμα των εργαζομένων, από τη χαμηλότερη βαθμίδα έως την υψηλότερη, ενώ οι μέτοχοι δεν πρόκειται να πάρουν μέρισμα μέχρι τη λήξη της 5ετίας. Για τον εξονυχιστικό αυτόν έλεγχο υπάρχει μεγάλος προβληματισμός τόσο από τις διοικήσεις των τραπεζών όσο και από αναλυτές και οικονομολόγους, επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Στελέχη τραπεζών επισημαίνουν ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν φέρουν καμία ευθύνη για τις τεράστιες κεφαλαιακές ανάγκες που προέκυψαν. Τονίζουν ότι δεν είχαν επενδύσει σε τοξικά ομόλογα ή παράγωγα που ήταν η κύρια αιτία της χρηματοπιστωτικής κρίσης σε πολλές ευρωπαϊκές και αμερικανικές τράπεζες.
Θυμίζουν μάλιστα ότι προ κρίσης τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια του ελληνικού τραπεζικού συστήματος ήταν σε αυξανόμενο μεν ρυθμό, αλλά σε αποδεκτά επίπεδα συγκρινόμενα με άλλα διεθνή τραπεζικά συστήματα. Ο μέσος όρος των επισφαλών δανείων στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα ήταν μεταξύ 4-5%, γεγονός το οποίο δεν απέπνεε καμία ανησυχία για τη διαχείρισή τους, αφού θεωρούνταν ελεγχόμενος.
Τα ομόλογα
Οσον αφορά τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου, που κατείχαν οι ελληνικές τράπεζες, στελέχη των πιστωτικών ιδρυμάτων σημειώνουν ότι το σύνολο σε κάθε τράπεζα δεν ξεπερνούσε το 10-15% του συνόλου του ενεργητικού τους, ποσοστό το οποίο ήταν εναρμονισμένο με τη διεθνή πρακτική. Ολες οι διεθνείς τράπεζες διατηρούσαν (και συνεχίζουν να διατηρούν) ομόλογα της χώρας που έχουν έδρα και τα χρησιμοποιούσαν σαν «απόθεμα» ρευστότητας. Μάλιστα, οι εποπτικές αρχές των κρατών θεωρούν την επένδυση των τραπεζών σε ομόλογα της ίδιας χώρας ως μηδενικού ρίσκου και ως εκ τούτου απασχολούσαν μηδενικά εποπτικά κεφάλαια, ενώ παράλληλα είχαν υψηλές επιτοκιακές αποδόσεις.
Τα ίδια στελέχη αναφέρουν ότι ο κύριος λόγος που δημιούργησε τις μεγάλες κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών ήταν η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Δηλαδή, το πρόγραμμα ανταλλαγής ελληνικών ομολόγων με «κούρεμα» και το πρόγραμμα επαναγοράς ελληνικών ομολόγων. Κεφαλαιακές ανάγκες επίσης έχουν δημιουργηθεί από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια λόγω της πολύ πιο βαθιάς και πολύ μεγαλύτερης διάρκειας ύφεσης σε σχέση με τη διάρκεια που εκτιμούσαν στην αρχή της οι αναλυτές.
Επιπλέον, η προ κρίσης μεθοδολογία λήψης προβλέψεων έναντι επισφαλειών ήταν βασισμένη στη διεθνή πρακτική, όπου η μέση διάρκεια μιας ύφεσης, βάσει ιστορικών δεδομένων, ήταν περίπου ενάμισι με δύο έτη το περισσότερο.
Οπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, κανείς δεν μπορούσε τότε να προβλέψει ότι θα ξέσπαγε και η δημοσιονομική κρίση στην Ευρώπη, η οποία επέφερε, ιδίως στη χώρα μας, μια τόσο παρατεταμένη οικονομική κρίση.
Οι αποφάσεις για τη συμμετοχή των τραπεζών στο «κούρεμα» των ομολόγων καθώς και οι αποφάσεις για την τιμή της επαναγοράς ήρθαν από την τρόικα και την ελληνική κυβέρνηση. Και ήταν υποχρεωτικές. Οχι προαιρετικές. Γι’ αυτό εξάλλου απαιτήθηκε η σχετική νομοθετική ρύθμιση που προστάτευε τις διοικήσεις για την απόφασή τους να συμμετάσχουν στις διαδικασίες αυτές με στόχο τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
Εξουσίες χωρίς όρια
«Φέις κοντρόλ» ακόμα και στους βασικούς μετόχους
Η απόλυτη κυριαρχία των επιτρόπων είναι πασιφανής, αφού οι εξουσίες που θα έχουν δεν έχουν όρια. Ξεπερνούν μάλιστα τη λεπτή «γραμμή» που αφορά τις δραστηριότητες των τραπεζών και φτάνουν έως την αξιολόγηση των βασικών μετόχων. Θα εξετάζουν, δηλαδή, την ποιότητα των βασικών μετόχων μιας τράπεζας και εφόσον το κρίνουν, θα έχουν το δικαίωμα να του απαγορέψουν τη συμμετοχή στην αύξηση μετοχικού κεφαλαίου στο εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα. Είναι χαρακτηριστική η φρασεολογία που χρησιμοποιείται στο Μνημόνιο, στο οποίο αναφέρει ότι η συμμετοχή των νέων ή παλαιών μετόχων θα γίνει, εφόσον εκείνοι κριθούν κατάλληλοι…
Τις ίδιες όμως ανησυχίες μοιράζονται και οι τρεις ελεγκτές των τραπεζών. Δηλαδή, εκτός από τους επιτρόπους, με το ζήτημα της ποιότητας των βασικών μετόχων απασχολούνται έντονα και η Τράπεζα της Ελλάδος και το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
Τα ανακλαστικά των ανεξάρτητων αρχών έχουν πολλαπλασιαστεί και σε όλους τους τόνους διαμηνύουν ότι οι επενδυτές που θα έρθουν στις ελληνικές τράπεζες δεν θα πρέπει να έχουν «ύποπτα» επενδυτικά κεφάλαια και θα ελέγχονται ενδελεχώς πριν τους επιτραπεί η συμμετοχή τους. Στόχος της στενής αυτής παρακολούθησης είναι να διασφαλίσει η τρόικα ότι τα 50 δισ. ευρώ, που στηρίζουν το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, θα φέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα.
«Πρωτοφανές»
Την πρακτική αυτή του ελέγχου του τραπεζικού συστήματος έχει ακολουθήσει η τρόικα σε όλα τα κράτη-μέλη που έχει δανείσει κεφάλαια, τα οποία έχουν χρησιμοποιηθεί για τη στήριξη του τραπεζικού συστήματος. Οι αρμοδιότητες όμως των επιτρόπων στην Ελλάδα είναι πολύ πιο διευρυμένες, σύμφωνα με ένα παλαιότερο οικονομικό δελτίο της Alpha Bank.
Το τμήμα οικονομικών μελετών είχε αναφέρει τον περασμένο Νοέμβριο ότι «οποιαδήποτε παρεμβατική ανάμειξη στις πιστοδοτικές εργασίες των τραπεζών δημιουργεί συνθήκες διατάραξης της σχέσης με τον πελάτη, με επιζήμιο αποτέλεσμα και για τον πελάτη και για την τράπεζα».
Η ίδια τράπεζα ανέφερε ότι «αν και ο καθορισμός επιτρόπου είναι σύνηθες φαινόμενο, που επιβάλλεται στο πλαίσιο της κοινοτικής νομοθεσίας για τη μη νόθευση του ανταγωνισμού σε περιπτώσεις κρατικής στήριξης για την αναδιάρθρωση τραπεζικών ιδρυμάτων, το εύρος των καθηκόντων του επιτρόπου στην ελληνική περίπτωση είναι πρωτοφανές για χώρα-μέλος, όταν σε αντίστοιχες περιπτώσεις ισπανικών τραπεζών με τεράστια θέματα εταιρικής διακυβέρνησης στο παθητικό τους, το μόνο που απαιτείται είναι ο επίτροπος να έχει πρόσβαση στα οικονομικά στοιχεία και τα διευθυντικά στελέχη των τραπεζών».
ΕΛΕΝΗ ΚΟΜΙΝΗ
Πηγή: ΕΘΝΟΣ